United States or Kuwait ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όταν από δροσόπαγο κλιτό και μαργωμένο Μνήσκει στον κάμπο ολονυκτής τ' Απρίλη το λουλούδι Και την αυγούλα το φιλούν μόλις του ήλιου η αχτίδες Κ' εκείνο αναθερμαίνεται και ξεπαγώνει αγάλια· Κ' η Χρύσω έτσι ξεπάγωνε κ' έτσ' αναθερμαινόταν Με τα θερμά γλυκόλογα του πιστικού του Λάμπρου.

Κ' αι μυίγαις περισσότερην χαράν, τιμήν και δόξαν απ' τον Ρωμαίον τον πτωχόν θα χαίρωνται, διότι της Ιουλιέτας θα τσιμπούν το μαρμαρένιον χέρι, και παραδείσου μυρωδιάντα χείλη θα της κλέπτουν, 'ς τα δυο της χείλη που γλυκά φιλούν το ένα τ' άλλο, κ' εντρέπονται το φίλημα και σεμνοκοκκινίζουν· αυτά αι μυίγαις θα' μπορούν, πλην όχι ο Ρωμαίος! Εκείνος είν' εξόριστος· αλλού θα ζη εκείνος!

Ξέρω τούτος ποια ζητεί, ξέρω τούτη ποιον γελά, τίνος γάμος και γιατί έτσι έξαφνα χαλά. Ξέρω πράγματα . .. πω! πω! που καθένας θα τρομάξη· μα δεν θέλω να τα 'πω, ο θεός να με φυλάξη! Ξέρω δα κι' αφεντικά της 'ψηλής κοκεταρίας, που φιλούν τα δουλικά, για γεινάτι της κυρίας. Αλλά ξέρω και κυράδες. που 'στο πείσμα του αφέντη με κυρίους αμαξάδες πότε πότε κάνουν γλέντι.

Κ' εν ώ προβαίνουν ταχύπτεροι, αίφνης ίστανται και σε περιμένουν και σε κράζουν μετά μονοσύλλαβά των, γλαριστί: — Καλώς τον φίλον μας! Καλώς τον φίλον μας! Κ' εν ώ περιμένουν, θωπεύουν τον αέρα με τας κυρτάς των ως δαμασκιά πτέρυγας, και φιλούν το κύμα με τα ράμφη των.

Κεγώ δεν τόλμησα να ζητήσω εξήγηση, αν κιαυτό πούπε το Βαγγελιό δε μούτον ολότελα ευκολονόητο. Η αποσβόλωσή μου αύξαινε από τις πολλές απορίες, πούπεοαν διά μιας στο λογισμό μου. Γιατί τώρα δεν τολμούσα να κυτάξω το Βαγγελιό στα μάτια; Γιατί την ντρεπόμουνα, σα να την έβλεπα πρώτη φορά; Γιατί έλεγε πως τώρα που μεγάλωσα δεν έπρεπε να με φιλούν; Κεγώ πούμουν τόσον ανυπόμονος να μεγαλώσω!

Είναι ήσυχος άνθρωπος, κανένα δε θέλει να κακοκαρδίσει, δεν πολυανακατεύεται στα μαλώματα και στους θυμούς των χωριανών, και χαίρεται σαν του φιλούν το χέρι. Ο Δεσπότης θα περάσει μια φορά το χρόνο και θα λειτουργήσει. Μετά το Ευαγγέλιο «κηρύττει τον λόγον του Θεού» με λόγια που κανένας ίσως δεν τα καταλαβαίνει.

Η ελεημοσύνη βγαίνει με το βελόνι και μπαίνει με το σακκί. Να μην καταφρονήτε κανένα, να κρατάτε το θυμό σας και να φοβάστε τον Θεό. Κάνοντας αυτά θα ζήσετε καλά στον κόσμο... Ύστερα από λίγο δε θα είμαι εδώ-κάτω... Παιδιά μου πεθαίνω! Όλοι άρχισαν να κλαιν και να της φιλούν το μέτωπο και τα χέρια. «Μάννα μ'!» φώναξαν όλα τα στόματα του σπιτιού.

Αφ' ότου ετρελάθηκε τον έκαμαν άγιον. Και του φιλούν το χέρι, και του φέρνουν φαγητά, και του φέρνουν ρούχα, και θέλουν να τον πάρουν εις του καϋμακάμη το σπίτι. Μα εκείνος δεν τρώγει παρά ξερό ψωμί, δεν φορεί παρά αυτά που βλέπεις, και κοιμάται κατά γης μέσ' στην αχυρώνα. Και δεν θέλει να φύγη από κοντά μου ό,τι κι' αν του κάμουν.

Μοσχοβαλάει τριγύρω του και τον σφιχταγκαλιάζει 'Στον κόρφο της η άνοιξη, σαν νάτανε παιδί της. Χαρούμενα τα λούλουδα φιλούν το μέτωπό του.