United States or Central African Republic ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αγκαλιαστήτε ερωτικά και γλυκοκοιμηθήτε κι ανάλαφρα ξυπνήσετε και πάλι την αυγούλα. Εμείς θε να ξανάρθωμε μόλις γλυκοχαράξη και κράξη ο πρώτος πετεινός με το λαιμό του ολόρθο Γι' αυτό το γάμο, Υμέναιε, δείξε χαρά μεγάλη.

Πρώτα 'ςτήν πλάση απλώνονταν σκοτάδι πέρα-πέρα. .............................................. Του Κάτου-Κόσμου βασιληά μοναχογιός ο Ήλιος, Με πλούσια ολόχρυσα μαλλιά, με γαλανά τα μάτια, Με περηφάνεια κ' ευμορφιά και λεβεντιά περίσσια, Πήρε μια αυγούλα τ' άρματα και τα λαγωνικά του, Και για κυνήγι επρόβαλε 'ςτόν Κόσμο τον Απάνου. Βγήκε κι' ο Κόσμος έλαμψε.

Τι άχαρη και τη βασανισμένη και τι στερεμμένη ζωή!... Όμορφη αυγούλα γύρω της.

Χαρά στην νια την ώμορφη, που την καρδιά θ' ανοίξη Και με το κρύο το μάρμαρο τα χείλη της θα σμίξη! Ένα πουλάκι λάλησετης ποταμιάς τα δέντρα, Ένα πουλάκι οπού λαλεί τον Μάη με την αυγούλα Κι' οπού ξυπνάει τους πιστικούς, ξυπνάει τους καρβανάρους, 'Τούς καρβανάρους στ' άλογα, τους πιστικούς στα γίδια. Εξύπνησ' έναν γέροντα, γέροντα καρβανάρον, Που κόνευε στην ποταμιά παράμερα του δρόμου.

Η αγάπη ακέρηου του λαού την έτρεφε σαν γάλα, Σαν γάλα, 'σαν σταλαμματιά και 'σαν αχτίδες ήλιου. Νυκτόημερα εμεγάλωνε κ' έπαιρνε νειάτα, μάγια. Όσο που επέρασαν χρονιαίς κ' έφεξε μιαν αυγούλα Που μας την πήρε ο Μόσκοβοςτο βασιληά του νύφη. Ο ανθός οπού εγεννήθηκε για να τον τρέφη ο ήλιος 'Σάν έχασε τον ήλιο του δεν έζησε, εμαράθη.

Φρύδια για ιδές δοξαρωτά, γραμμένα με κοντύλι. Λες κ' είνε φίδια ζωντανά που σμίγουν και φιλιούνται, Λες κ' είνε φίδια ζωντανά που ερχόνται να με ζώσουν. Για ιδές αχείλη κόκκινα, σαν με βαφή βαμμένα, Που ανοίγουν και γλυκομιλούν, που κλειούνται και γελούνε, Σαν τα τριαντάφυλλα του Μάη το βράδυ την αυγούλα.

Κ' η παπαρούνα, ο κύσσερας πώσκασα την αυγούλα Με τη δεξιά παλάμη μου τίποτα δε μου δείξαν. Μάδεψα εφτά ασπρολούλουδα πολιώρα μες το σάδι Τα τέσσαρα μούπαν το ναι, τα τρία μούπαν όχι. Από καθάριο μάλαμα κι' ασήμι να σε κάμω Μέσα στο κατασάρκι μου να σε κρεμάσω σα γκόλφι, Σα χαϊμαλί, σα φυλαχτό, να γένω δουλολάτρης Να πέφτω να σε προσκυνάω το βράδυ που προβάλλεις.

Όταν από δροσόπαγο κλιτό και μαργωμένο Μνήσκει στον κάμπο ολονυκτής τ' Απρίλη το λουλούδι Και την αυγούλα το φιλούν μόλις του ήλιου η αχτίδες Κ' εκείνο αναθερμαίνεται και ξεπαγώνει αγάλια· Κ' η Χρύσω έτσι ξεπάγωνε κ' έτσ' αναθερμαινόταν Με τα θερμά γλυκόλογα του πιστικού του Λάμπρου.

Το αηδόνι πήδησε πάλι στο ψηλό του κλαδί και σώπασε. Όταν ήρθε η αυγούλα, η όμορφη χήρα ήτανε ακόμα ξαπλωμένη στη ρίζα του κυπαρισσιού. Και δεν ξύπνησε πια. Ανοίξανε ένα λάκκο δίπλα στον άλλο και τη βάλανε να κοιμηθή κοντά στον καλό της. Το ψηλό κυπαρίσσι σαλεύει λυπητερά πάνω στα ζευγαρωτά τα μνήματα.

Η αυγούλα αρχίζει να ροδίζη στον ουρανό κι αυτοί φεύγουν φεύγουν να προφτάσουν το τραίνο. Ο κοκκινοχώματος δρόμος του χωριού με τη μακριά σειρά των φραχτών του κι από τις δυο μεριές είνε σκοτεινός ακόμα.