United States or Greece ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όσον ασύστατοι και αν ήσαν αι επαγγελίαι του Τρέκλα, ας ο Μάχτος εξεβίασε παρ' αυτού, ουχ ήττον κατώρθωσεν ο δίπους σύντροφος του Χόμο να τύχη πληροφοριών τινων περί της Αϊμάς και περί του κελλίου εν ώ ευρίσκετο εγκαθειργμένη αύτη.

Δεν λέγει, «Θεού ειμί υιός». Εν τη βαθεία ταπεινοφροσύνη του, εν τη άκρα αυτοθυσία του, δεν έκρινε καλόν να στηριχθή επί της ισότητος αυτού προς τον Θεόν, «Ουχ αρπαγμόν ηγήσατο το είναι ίσω Θεώ», αλλ' ηθέλησε να παραστήση εαυτόν ως ταπεινόν άνθρωπον. Νικά τον πειρασμόν όχι ως Θεός, αλλ' ως άνθρωπος.

Καίτοι αι ανάγκαι του έργου Του τον ηνάγκαζον να επισκέπτεται την Ιερουσαλήμ και να κηρύττει εις τα άπειρα πλήθη τα συρρέοντα εκείσε κατά τας εορτάς, ουχ ήττον φαίνεται ότι απεχώρει εν πάση δυνατή ευκαιρία έξω των τειχών της, και εζήτει την ησυχία υπό την σκιάν των ελαιών, υπό την λαμπρότητα της δύσεως του ηλίου και υπό την δρόσον την πίπτουσαν εξ ουρανού.

Ουχ ήττον κατέλιπον επί της εικόνος και αι τέσσαρες πυκνά μόρια του βαρυόσμου μύρου των, δι' ου είχον περιλουσθή, φαίνεται, και επί ώραν μετά ταύτα οι άνθρωποι οι πλησιάζοντες ν' ασπασθώσιν έκαμνον αηδείς μορφασμούς.

Ποτέ, καθ' όλην του βίου μου την διάρκειαν, δεν ενθυμούμαι ζωηροτέραν περίοδον διασκεδάσεων ή τα πρώτα εκείνα έτη της εν Σύρω διαμονής. Είναι αληθές ότι ήμην εις της νεότητος το άνθος τότε. Αλλ' ουχ ήττον, ενθυμούμαι και τους γέροντας μετά των νέων συνευθυμούντας. Προς τα εξημερώματα επήλθεν επί τέλους ησυχία εντός του καφενείου και απεκοιμήθην.

Θα ηδύνατο ν' ανακράξη τότε με τον στίχον του Δαυίδ, «Και υπέμεινα συλλυπούμενον, και ουχ υπήρξε, και παρακαλούντας, και ουχ εύρον».

Ουχ ήττον όμως ίσως δεν είναι δύσκολον να επιμεληθή και ένα μόνον όστις είναι ανεπιστήμων, αφού αντελήφθη όμως με ακρίβειαν εκ πείρας όσα συμβαίνουν εις έκαστον, καθώς και μερικοί φαίνονται ότι είναι κάλλιστοι ιατροί διά τον εαυτόν των, ενώ δια τους άλλους δεν ημπορούν να βοηθήσουν διόλου.

Ουχ ήττον, επέμενε τοσούτον εις την τοπογραφικήν εξήγησιν, και τοσάκις επανέλαβε τας οδηγίας του, ώστε βαρυνθείσα η γραία ανέκραξε μετ' ανυπομονησίας, «Καλά, καλάΉτο δε πράγμα ασύνηθες δι' αυτήν να επαναλάβη δις την αυτήν λέξιν. Εις τα Βαπόρια δεν υπήρχε ψυχή γεννητή, ώστε ο Κ. Πλατέας ηδυνήθη να εξακολουθήση ατάραχος την σειράν των σκέψεών του. Αληθώς πολλήν σειράν δεν είχον.

Είχεν, ως είπον ανωτέρω, εις την πόλιν των Βορυσθενειτών μεγάλην οικίαν και πολυτελή, περί την οποίαν είχον στηθή σφίγγες και γρύπες εκ λευκού λίθου. Εις ταύτην ο θεός έρριψε κεραυνόν. Και η μεν οικία κατεκάη όλη, ο δε Σκύθης ουχ ήττον εξηκολούθησε και ετελείωσε την τελετήν.

Εν αρχή του «Αστραπόγιαννου» ευρίσκομεν ετέραν ουχ ήττον εναργή ομοιότητα προς την θαυμασθείσαν εικόνα των Ψαλμών «η οδός αυτού σκότος και ολίσθημα και άγγελος διώκων αυτόν. » Ούτως εδιώκετο εν ζοφερά νυκτί επί ατραπού εκ του αίματος ολισθηράς και ο δυστυχής Λαμπέτης υπό σπείρας Αλβανών: Το αίμα του έβαφε το μονοπάτι. Εμπρός τρισκότειδο και πίσω εχθροί.