United States or Greece ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν ωμολόγησες δε ότι και ο χρυσός είναι πράγμα καλόν; — Το ωμολόγησα πράγματι. — Δεν πρέπει λοιπόν να τον έχη κανείς πάντοτε και παντού, και προ πάντων μαζί του; και δεν θα ήτο ευτυχέστατος αν θα είχε τρία μεν τάλαντα χρυσού μέσα εις την κοιλίαν του, ένα τάλαντον εις το κρανίον του, και από ένα στατήρα εις το κάθε του μάτι; — Και πραγματικώς, Ευθύδημε, του είπεν ο Κτήσιππος, λέγουν ότι μεταξύ των Σκυθών εκείνοι θεωρούνται ευτυχέστατοι και άνθρωποι μεγαλυτέρας αξίας, που έχουν πολύ χρυσίον μέσα εις τα κρανία, τα ιδικά των, διά να μιλήσω κ' εγώ όπως εσύ, που έλεγες σκύλον τον πατέρα μου· και εκείνο που είναι ακόμη θαυμαστότερον, και πίνουν μέσα από τα επιχρυσωμένα κρανία των, και τα βλέπουν μέσα τα κρανία των, ενώ τα κρατούν εις τα χέρια των. — Και δεν μου λέγεις; είπεν ο Ευθύδημος· αυτοί οι Σκύθαι σου και οι άλλοι άνθρωποι βλέπουν εκείνα που ημπορούν να βλέπουν, ή που δεν ημπορούν;

Σωκράτης Πώς όχι; και ήρχισε μάλιστα, φίλε μου, με ένα ύφος πολύ υπερήφανον ως εξής: — Θέλεις, μου είπε, Σωκράτη, να σου διδάξω αυτήν την επιστήμην, που τόσον σας βασανίζει να την ευρήτε, ή θέλεις να σου αποδείξω ότι την κατέχεις ήδη; — Ω μακάριε Ευθύδημε, του είπα, είναι αλήθεια στο χέρι σου να το κάμης αυτό; Απολύτως, μου απεκρίθη. — Μα τον Δία! απόδειξέ μου λοιπόν ότι την κατέχω· διότι αυτό είναι πολύ ευκολώτερον, παρά να κάθομαι τώρα να μαθαίνω εις αυτήν την ηλικίαν που ευρίσκομαι. — Έλα λοιπόν να μου απαντήσης εις αυτό που θα σε ερωτήσω· είναι τίποτε που να το γνωρίζης; Βεβαίως, του απήντησα, και πολλά πράγματα μάλιστα, αλλά ασήμαντα οπωσδήποτε. — Αυτό αρκεί, μου είπε· λοιπόν φρονείς τώρα, ότι μεταξύ των πραγμάτων, που υπάρχουν, ευρίσκεται κανένα, που να μην είναι εκείνο που είναι; — Όχι μα την αλήθειαν, αυτό δεν είναι δυνατόν. — Δεν είπες όμως ότι εσύ γνωρίζεις κάτι τι; — Μάλιστα. — Λοιπόν αφού γνωρίζεις, θα ειπή πως είσαι επιστήμων. — Μάλιστα, αυτού δηλαδή του πράγματος που γνωρίζω.

Αλλά, ω Ευθύδημε, του είπα, μήπως και συ δεν παθαίνεις αυτό το ίδιον πάθημα; όσο για μένα ποτέ δεν θα ημπορούσα να αγανακτήσω, αν συνέβαινε να πάθω οτιδήποτε από κοινού μαζί σου και μαζί με τον Διονυσόδωρον αυτόν, τον αγαπημένον μου φίλον· λέγε μου λοιπόν, και σεις, δεν υπάρχουν πράγματα που τα γνωρίζετε, και άλλα που δεν τα γνωρίζετε: Κάθε άλλο, μου απεκρίθη ο Διονυσόδωρος. — Πώς λέγετε; είπα εγώ· δεν γνωρίζετε λοιπόν τίποτε; — Απεναντίας, μου απεκρίθη. — Τότε λοιπόν τα γνωρίζετε όλα. αφού γνωρίζετε κάτι.

Αυτό δεν έχει να κάμη· αφού είσαι επιστήμων, δεν είναι ανάγκη να γνωρίζης τα πάντα; — Όχι, μα τον Δία, αφού αγνοώ τόσα άλλα πράγματα. — Αι λοιπόν, εάν είναι κάτι που να μην το γνωρίζης, θα ειπή πως δεν είσαι επιστήμων. — Εκείνου που δεν γνωρίζω, φίλε μου. — Μήπως τάχα με αυτό θα είσαι ολιγώτερον ανεπιστήμων; και μολαταύτα προ ολίγου μας εβεβαίωσες ότι είσαι επιστήμων, και τοιουτοτρόπως ευρίσκεται, συγχρόνως και υπό την αυτήν έποψιν, ότι είσαι εκείνο που είσαι, και πάλιν ότι δεν είσαι. — Πάει καλά, Ευθύδημε, και χρυσά είναι τα λόγια σου· πως λοιπόν κατέχω εκείνην την επιστήμην, που εζητούσαμεν; επειδή φυσικά, καθώς μας εδίδαξες, είναι αδύνατον το ίδιον πράγμα να είναι συγχρόνως και να μην είναι· ούτως ώστε, εάν γνωρίζω ένα πράγμα, τα γνωρίζω όλα· διότι δεν ημπορεί να είμαι επιστήμων συγχρόνως και ανεπιστήμων αφού δε τα γνωρίζω όλα, κατέχω επομένως και εκείνην την επιστήμην· αυτός είναι ο συλλογισμός που κάνεις, και αυτή είναι η σοφία που ανεκάλυψες;

Αλλά ο Κτήσιππος, κατά την συνήθειάν του, εξέσπασε στα γέλοια και, — Ευθύδημε, είπεν, ο αδελφός σου επαμφοτέρισεν εις αυτό που τον ηρώτησα, και πάει, χάθηκε, νικήθηκε.

Ο Διονυσόδωρος τότε εκοκκίνησε. — Αλλά συ, ω Ευθύδημε, δεν σου φαίνεται πως λέγει σωστά ο αδελφός σου, που όλα τα γνωρίζει; — Και αν ο Χαιρέδημος είναι πατέρας, προσέθεσεν ο Ευθύδημος, απεναντίας πάλιν ο Σωφρονίσκος, αφού θα είναι άλλο πράγμα από πατέρας, δεν θα είναι πατέρας, ώστε συ, Σωκράτη, δεν θα έχης πατέρα.

Το δε θαυμαστότερον ακόμη, είναι ότι εσείς έχετε κατ' αυτόν τον τρόπον οικονομήση τα πράγματα και τόσον τεχνικά τα παρουσιάζετε, ώστε σε πολύ λίγον καιρό να τα μαθαίνη οποιοσδήποτε άνθρωπος· να, τώρα έξαφνα επρόσεξα τον Κτήσιππον και είδα πόσο γρήγορα ημπόρεσε να σας μιμηθή· είναι μεγάλον βέβαια πλεονέκτημα της τέχνης σας, να ημπορήτε τόσο γρήγορα να την μεταδίδετε, έχει όμως το πράγμα και την κακήν του όψιν, όταν συζητήτε ενώπιον ακροατών· και αν θέλετε να με ακούσετε, σας συμβουλεύω να αποφεύγετε να ομιλήτε εμπρός εις πολλούς ανθρώπους, διότι είναι φόβος να μη μάθουν αμέσως την τέχνην σας, χωρίς και να σας γνωρίζουν χάριν δι' αυτό· το καλύτερον που έχετε να κάμετε, είναι, σας διαβεβαιώ, να συζητήτε μόνον μεταξύ σας οι αδελφοί· ή τέλος πάντων, αν πρόκειται εμπρός εις κανένα άλλον, μόνον εμπρός εις εκείνον που θα πληρώση χρήματα διά να σας ακούση· το ίδιον μάλιστα, εάν ηξεύρετε το συμφέρον σας, θα συμβουλεύσετε και τους μαθητάς σας, ποτέ με κανένα άλλον άνθρωπον να μη συζητούν, παρά μόνον με σας ή μεταξύ των· διότι το σπάνιον, Ευθύδημε, είναι εκείνο που κάμνει πολύτιμον ένα πράγμα· το νερό βλέπεις, είναι πάμφθηνον, αν και είναι το καλύτερον από όλα τα πράγματα, καθώς το λέγει και ο Πίνδαρος.

Ας είναι λοιπόν, φίλε μου Ευθύδημε και Διονυσόδωρε· επαίξατε όσο επαίξατε και ίσως να φθάνη πλέον. Ελάτε τώρα εις το προκείμενον και διδάξετε τον νέον, πως πρέπει να καλλιεργήση την αρετήν και την σοφίαν.

Εκείνα που ημπορούν βέβαια. — Και εσύ το ίδιον; — Κ' εγώ το ίδιον. — Τα ρούχα που φορούμε τα βλέπεις; — Τα βλέπω. — Ώστε τα ρούχα μας ημπορούν να βλέπουν. — Και θαυμάσια μάλιστα, είπεν ο Κτήσιππος. — Και τι βλέπουν; — Τίποτε βλέπουν· εσύ όμως είσαι αρκετά αστείος, που να νομίζης ίσως, πως δεν βλέπουν· αλλά μα την αλήθειαν, Ευθύδημε, μου φαίνεται πως εσύ ξύπνος ονειρεύεσαι, και αν είναι δυνατόν να ομιλή κανείς χωρίς να λέγη τίποτε, εσύ θαρρώ πως το κατορθώνεις αυτό περίφημα.

Αλλά ιδέτε όμως καλά, Ευθύδημε και συ Διονυσόδωρε, εάν είναι αλήθεια αυτό που μας είπατε και μην το ευρίσκετε, σας παρακαλώ, παράδοξον, αν το μεγαλείον των επαγγελιών σας με καθιστά κάπως άπιστον. — Να είσαι, μου απήντησαν, τελείως βέβαιος, Σωκράτη, ότι το πράγμα έχει όπως σου το είπαμεν.