United States or Fiji ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εγώ το μαθαίνω και στο δρόμο το μάθημα. Φρρρκι απ' όξω τόμαθα. . . . Για δες την τη μαριόλα στο παράθυρο πάλι! Αχ, θα με πεθάνη αυτή. Της τόταξε, μικρούλα μου, η μάννα μου της μάννας σου σα γεννήθηκες, μα και να μη σου τόταζε, πάλι θα σέπαιρνα. Αγάπη μου, πότε θα ξενιτευτώ να κάμω σερμαγιά και να γυρίσω με τα χρυσά νυφικά σου; Φεύγεις εσύ τώρα!

Σωτηριάδης μου λέει, πως μια και τοποθέτησα τον εαφτό μου όξω από το χώμα το ελληνικό, απόμαθα και τη γλώσσα την ελληνική. Βάζω στοίχημα πως δε φαντάζεται ο ίδιος τι σωστά που το είπε! Ναι, την απόμαθα , γιατί εγώ ξέρω πως απομαθαίνω ρωμαίικα θα πη μαθαίνω κατάβαθα , όπως και το αποτελειώνω τελειώνω ολότελα , όπως το αποβράζω έβρασε πια και σώνει . Αφτό που εννοεί ο κ.

« Βρισκόμουνετα Κράββαρα. » Μαθαίνω πως κινήσαν. » Τούρκοι με τον Ομέρ-πασσά » Το Δίστομο να πιάσουν, » Πετάω 'κείθε 'σάν αετός. » Φθάνω πριν 'κείνοι φθάσουν, » Και τους τουφεκοχτύπησα. » Οπίσω τους γυρίσαν.» « Είκοσι μέραις πόλεμο, » Είκοσι μέραις πάλη. » Την εικοστήν κατάφαγα » Των Τούρκων ταις χιλιάδες. » Όλο τους το στρατόπεδο » Τους πήραμε.

Σωκράτης Πώς όχι; και ήρχισε μάλιστα, φίλε μου, με ένα ύφος πολύ υπερήφανον ως εξής: — Θέλεις, μου είπε, Σωκράτη, να σου διδάξω αυτήν την επιστήμην, που τόσον σας βασανίζει να την ευρήτε, ή θέλεις να σου αποδείξω ότι την κατέχεις ήδη; — Ω μακάριε Ευθύδημε, του είπα, είναι αλήθεια στο χέρι σου να το κάμης αυτό; Απολύτως, μου απεκρίθη. — Μα τον Δία! απόδειξέ μου λοιπόν ότι την κατέχω· διότι αυτό είναι πολύ ευκολώτερον, παρά να κάθομαι τώρα να μαθαίνω εις αυτήν την ηλικίαν που ευρίσκομαι. — Έλα λοιπόν να μου απαντήσης εις αυτό που θα σε ερωτήσω· είναι τίποτε που να το γνωρίζης; Βεβαίως, του απήντησα, και πολλά πράγματα μάλιστα, αλλά ασήμαντα οπωσδήποτε. — Αυτό αρκεί, μου είπε· λοιπόν φρονείς τώρα, ότι μεταξύ των πραγμάτων, που υπάρχουν, ευρίσκεται κανένα, που να μην είναι εκείνο που είναι; — Όχι μα την αλήθειαν, αυτό δεν είναι δυνατόν. — Δεν είπες όμως ότι εσύ γνωρίζεις κάτι τι; — Μάλιστα. — Λοιπόν αφού γνωρίζεις, θα ειπή πως είσαι επιστήμων. — Μάλιστα, αυτού δηλαδή του πράγματος που γνωρίζω.

« Μες' των Αγράφων τα βουνά » Βρισκόμουν, και μαθαίνω » Το θάνατό σου το σκληρό. » Τότε καιρό δε χάνω· » Πετάω 'σάν την αστραπή » Απ' τα βουνά απάνω, » Και φθάνω κάτωτη Γραβιά » Και μες 'ςτό χάνι 'μπαίνω

Τους έκοψα το βραδινό ψωμί, που τώρα το λαμβάνουν από μένα όχι με λιγώτερη ευχαρίστηση παρά από την Καρολίνα, και τους διηγήθηκα το περίφημο παραμύθι της πριγκηπέσσας, που υπηρετείται από μαγευμένα χέρια. Μαθαίνω πολλά, σε βεβαιώ, έτσι και εκπλήττομαι για τας εντυπώσεις που τους προξενεί.

Για τούτο μ' έστειλε, όλα αφτά να σ' τα μαθαίνω, κι' έτσι λόγων να γίνεις ρήτορας και δουλεφτής πολέμων. Έτσι, παιδί μου, ξέρε το, μακριά σου εγώ δε μένω, κι' ακόμα αν μούταζε ο θεός τα έρμα γερατιά μου 445 να ξύσει, και λεβέντη νιο σαν πρώτα να με κάνει, σαν όταν τη ροδότσουπρη Ελλάδα πρωταφήκα για ν' αποφύγω διαφορές με τον πατέρα Αμύντα.

Αποχαιρέτησε σε λίγο τους δυο ξένους, αφού πρώτα τους φίλησε τρυφερά. Την επομένη ο Αγαθούλης έλαβε, μόλις ξύπνησε, μιαν επιστολή, που έλεγε τα εξής! « Κύριε πολυαγαπημένε μου. Δω κι' οχτώ μέρες είμαι άρρωστη σ' αυτήν εδώ την πόλη· μαθαίνω, πως είστε και σεις εδώ· θα πετούσα στην αγκαλιά σας, αν μπορούσα να κινηθώ.

Σε αγαπώ σήμερα περισσότερο από χθες, και αύριο περισσότερο από σήμερα. Και είμαι όλος δικός σου, ξέρετο αυτό.,, Μα πόσα λίγα μαθαίνω για σένα! Καμιά φωνή δω και κει, κανένα γέλιο. Αλλά είναι τόσο μικρά αυτά, και απέχουνε τόσο καιρό από τότε! Είμαι μόνος και φοβούμαι τώρα τη μοναξά που άλλοτε τη γήρευα τόσο.