United States or Barbados ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα φοβάμαι να τη φιλήσω· δαγκόνει την καρδιά το φιλί και καθώς το νιο μέλι με κάνει να τρελλαίνουμαι· και φοβάμαι μήπως την ξυπνήσω, άμα τη φιλήσω. Ω τα φωνακλάδικα τα τζιτζίκια, δε θα την αφίσουνε να κοιμηθή, επειδή λαλούνε δυνατά. Μα κ' οι τράγοι μαλόνοντας χτυπούν τα κέρατά τους. Ω τους λύκους, τους πιο φοβιτσάρηδες κι' από τις αλεπούδες, αφού δεν άρπαξαν τους τράγους.

Αλλ' αφού θέλει να πεθάνω, πέστε της ότι της στέλνω αγάπη και ειρήνη, και την ευχαριστώ για όλα τα καλά και της τιμές που μου έκαμε από τότε που παιδί με άρπαξαν οι πειρατές, με πούλησαν στη μητέρα της, κι' αφωσιώθηκα στην υπηρεσία της. Ο καλός Θεός ας φυλάη την τιμή της, το σώμα της, και τη ζωή της. Αδερφοί, χτυπάτε με τώρα». Οι δούλοι την ελυπήθηκαν.

Και θα χαλάσω τα χωριά, θα γίνω κλέφτης μάνα, Κι' ας φάη λύκος τα πρόβατα και αυτά τα έρμα γίδια. — Ό,τι κι' αν λέω μάνα μου, εγώ θα να το κάμω. — Μη σώκλεψαν τα πρόβατα, μη σ' άρπαξαν τα γίδια; Μην Αρβανίταις πέρασαν και σ' έβρισαν, παιδί μου; — Δεν κλέβουν πρόβατα από εμέ, ουδέ μ' αρπάζουν γίδια Κι' ουδ' Αρβανίταις μάνα μου, κοτάν' για να με βρίσουν...

Ο Κομποδήμος ιδών κενόν το παρατεθέν ταψίον με ολίγην παγωμένην ακόμη σάλτσα, τώρα συνήλθεν από της μέθης, ξεζαλισθείς ολίγον. — Το πήρε η οργή, κολλήγα, ανεφώνησεν. Θα μας το άρπαξαν οι γάτοι· γιατί, όταν επήγα προτήτερα να το φέρω, δεν με άφησες; τους είδα κ' εφύλατταν απόξω καραούλι, ο ένας από 'δω και ο άλλος από 'κεί από την πόρτα. — Μήπως άφησες ανοικτή την πόρτα, κολλήγα;

Σαν πλάκωσαν σε λίγο οι άλλοι από τον ανήφορο με τον αγωγιάτη, μου την άρπαξανέτσι θα το ειπώ, — από τα χέρια μου, με την παντοχή πως μ' απαλλάζουν από βάρος, που εγώ ήμουν τόσο ευχαριστημένος ενόσω μοναχός μου της πρόσφερνα τη βοήθεια μου. Είχα φοβηθή κ' εγώ πολύ.

Κάποτε φωσφορισμός έβγαινε· κάποιο ασπροκίτρινο φως άρπαξαν τα μάτια του και τόχαναν αμέσως. Άναβε κ' έσβυνε κ' έφτανε στην ψυχή του σα νεκροσήμασμα. Μην είνε τάχα κ' εκείνο προγονικό λείψανο; σκέφτηκε.

Πέρασε κοντά μου, μ' είδε πανιασμένον και με ρώτησε σιγαλινά: — Πού χτύπησες, πού σε πονεί; Στην ταραχή και στη λαχτάρα της ενόμισε πως είχα πέσει κ' εγώ. Και μώκαμε την ίδια ρώτησι που της είχα κάμει εγώ, όταν την πρωτόφερα στο λογισμό της μοναχός μου. Άσχημα έκαμα που είπα ότι μου την άρπαξαν πλέον από τα χέρια μου οι άλλοι κι ότι μ' αναμέρισαν ολότελα εμένα.

Η Χλόη όμως ήτανε κοντά στα πρόβατα· κι όταν την εκυνήγησαν έτρεξε σαν ικέτιδα στις νύμφες για να γλυτώση και παρακαλούσε να λυπηθούνε κι όσα έβοσκε κι αυτή την ίδια για χάρη των θεώνε· μα κανένα όφελος· επειδή οι Μεθυμνιώτες, αφού έβρισαν κι ατίμασαν πολλά αγάλματα, και τα κοπάδια άρπαξαν κ' εκείνη την έσυραν σαν γίδα ή πρόβατο χτυπώντας τη με λιγαριές.

Είπε κ' εκάθισεν αυτός• τον ένδοξον πατέρα αγκάλιασε ο Τηλέμαχος με δάκρυα, με θρήνους• και η δυο καρδιαίς αισθάνθηκαν τον πόθο των δακρύων. 215 κ' έκλαιαν με σφικταίς φωναίς, όσο σφικτά δεν κλαίουν γύπες ή θαλασσαετοί, γυρτόνυχα πουλία, αν γεωργοί τους άρπαξαν τ' απτέρωτα μικρά τους• τόσο απ' τα βλέφαρα πικρά τα δάκρυα τους ερρέαν. και ο ήλιος θα εβασίλευε και ακόμη αυτοί θα κλαίαν, 220 αλλ' έξαφνα ο Τηλέμαχος τότ' είπε του πατρός του• «Με ποιο καράβι τώρα εδώ, πατέρ' αγαπημένε, εις την Ιθάκη σ' έφεραν οι ναύταις; τίνες ήσαν αυτοί και πόθεν; επειδή πεζός, θαρρώ, δεν ήλθες».

Και οι Βούλγαροι, οι έξυπνοι, ένοιωσαν ποια είναι η δύναμη του Ρωμιού, η κοινότητά του. Να αφανίσουν δηλαδή τις Ελληνικές κοινότητες. Χωρίς κανένα νόμο βαυαρέζικο αυτοί, έσβυσαν μια μέρα τις κοινότητες, άρπαξαν εκκλησίες, σκολειά, κοινοτικές περιουσίες, έκαψαν χωριά, έδιωξαν τους δεσποτάδες, εμπόδισαν τους δασκάλους, τους παπάδες, τους εφόρους, και παν και οι κοινότητες και η ελληνική ζωή!