United States or British Virgin Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Λοιπόν ωρίσθη άτιμη απ’ τα όρνια τα πετούμενα να λάβη ταφή κι άξια να βρη τα επίχειρά του, δίχως να του σωριάσουν χέρια χώμα για μνημούρι, δίχως να τιμηθή με οξύβοα μοιρολόγια, δίχως φίλος κανείς το ξόδι του ν’ ακλουθήση· τέτοιαν απόφαση έλαβαν οι πρόκριτοί μας.

Γιατί αν μας έρθουν βολικά, ο θεός η αιτία, μ’ αν πάλιν, ο μη γένοιτο, κακό μας λάχη ένας ο Ετεοκλής πολλά στην πόλη απ’ όλους μυριόστομα θα ’χη ν’ ακούη μοιρολόγια και θρήνους, π’ άμποτε ο διαφεντευτής ο Δίας την Καδμεία ’παυτά στ’ αλήθεια ας διαφεντεύη.

Ο Ήλιος έκαιε και εταχύνομεν το βήμα προς τας λευκάς του χωρίου οικίας. Αίφνης, εις τα πρόθυρα αυτού, ηκούσαμεν οιμωγάς και κραυγάς γυναικείας. Εστάθημεν και οι τρεις και είδομεν ο είς τον άλλον. Μη ήσαν Τούρκοι εις το χωρίον ; Αύτη ήτο η πρώτη μου σκέψις. Ετείναμεν τα ώτα. Αι κραυγαί εξηκολούθουν. Ήσαν βεβαίως γυναικεία μοιρολόγια.

Κατάντησε κόλαση η Παραμυθιά, που σαν τις αμαρτωλές ψυχές γόγγυζαν κι αναστέναζαν όλοι τους, Χριστιανοί και Τούρκοι, γυναίκες κι άντρες. Και μέσα στις φωνές εκείνες και τους παραδαρμούς ξεχώριζες τα μοιρολόγια της χαροκαμένης Βασιλικής. Ράγιζαν οι πέτρες με ταπελπισμένα ξεφωνητά της, καθώς κουβαλιούνταν το λείψανο του Μιχάλη.

Και πρώτος του Πηλέα ο γιος τα μοιρολόγια αρχίζει με χέρια απάς στου βλάμη του τα νεκρωμένα στήθια «Θεός μαζί σου, Πάτροκλε, κι' ως στ' Άδη τα λιμέρια! Όσα πριν σούταξα, όλα εγώ θα σ' τ' αληθέψω τώρα· 20 ωμό να φαν τον Έχτορα στους σκύλους θαν τον δώσω, και δώδεκα αρχοντόπουλα των Τρώων στη φωτιά σου θα σφάξω ομπρός, τι μ' έκανε έτσι θεριό ο σφαγμός σου

ΠΑΡΗΣ Αγάπης λόγια δεν χωρούν ‘ς τα μοιρολόγια μέσα. Καλήν σας νύκτα· 'πήτε της τα χαιρετίσματά μου. ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ Πρωί πρωί την γνώμην της εγώ θα εξετάσω. Απόψε με βαρειάν καρδιάν να κλειδωθή επήγε. ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ Επήρα την απόφασιν να τα τελειώσω, Πάρη. Ιδού, της κόρης μου εγώ σου τάζω την αγάπην. Νομίζω, ή καλλίτερα να ‘πώ, δεν αμφιβάλλω, ότι εκείν' εις κάθε τι θα κάμη όπως θέλω.

Ένα πράμα νοιώθαμε τότες, κι αυτό είταν η μουσική, ο θησαυρός μας αυτός ο καταφρονεμένος, ίσως επειδή δεν είναι φερμένος απ' έξω, μήτε ξεχωσμένος από τη γη, μόνο ζη και βασιλεύει με χίλια τραγούδια, μοιρολόγια και ψαλμωδίες. Αν είναι τα «ιδιόμελα» κατεβασμένα από χρόνους παλιούς, δεν πάει να πη πως είναι και πεθαμμένα.

Θάψτε με δίχως κλάυματα και δίχως μοιρολόγια, Τουφέκια να μου ρίχνετε, τραγούδια να μου λέτε. Μαζί μου, μέσ' 'ς το μνήμα μου, και το καυκί μου βάλτε, Το πλουμιστό μου το καυκί, τον ώμορφο αραγό μου, Το πενταπήχινο ραβδί, την ακριβή φλογέρα, Και τ' ασημένια τ' άρματα. Λεν πωςτον Κάτω Κόσμο Οι νιοι βαστάνε τ' άρματα κ' η λυγερές τους στόλους.

Βαθειά, βαθειά 'ςτόν πάτο Της γης, μέσα 'στά Τάρταρα Απλόνονται αντάρα. Κι' όλο μαυρίλα 'φαίνονταν, Τι φρίκη! . . . Τι τρομάρα! . . . Και μια βοή — 'σάν ποταμιούΑκούω εκεί κάτω. Θόρυβος μέγας γίνονταν, Και ταραχή μεγάλη. Ακούω μαύρους στεναγμούς, Ακούω μοιρολόγια. Ακούω και κλαψήματα, Και λόγια, πόνου λόγια. Κι' ανατριχίλα μ' έπιασε! Και μ' έπιασε μια ζάλη! Κυτάζω· 'σάν τα Τάρταρα Ήταν βαθειά.

Έτσι θρηνούσε, κι' άναψε αχόρταστο 'να κλάμα. 760 Τρίτη η πεντάμορφη αρχινάει Λενιό τα μοιρολόγια «Έχτορα, ο πιο λαχταριστός κουνιάδος της καρδιάς μου, άντρας μου ναι ο θεόμορφος ο Πάρης που στην Τροία μ' έφερε εδώ ... που έτσι ο γιαλός να μ' είχε πνίξει πρώτα!