United States or Iceland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εις εκείνον λοιπόν, ο οποίος δαπανάται εις επιθυμίας ή φιλονικείας και εις ταύτα καταπονείται μεθ' υπερ- βολής, εξ ανάγκης γεννώνται γνώμαι θνηταί, και κατά πάντα τρό- πον, όσον είναι δυνατόν εις ένα να είναι θνητός, ουδέν τούτου λεί- πει απ' αυτόν, διότι μόνον το θνητόν μέρος έχει θρέψη.

Και λοιπόν παν ό,τι εξαρτάται από την φύσιν, είναι φανερόν ότι δεν είναι εις την εξουσίαν μας, αλλά ευρίσκεται εις τους πραγματικώς ευτυχείς διά μέσου κάποιας θείας αιτίας, ο λόγος όμως και η διδαχή ας προσέξωμεν μήπως δεν ισχύουν εις όλους, αλλά πρέπει να επεξεργασθώμεν προηγουμένως την ψυχήν του ακροατού εις το να ευχαριστήται και να μισή ορθώς, καθώς επεξεργαζόμεθα το χώμα, οποίον πρόκειται να θρέψη τον σπόρον.

ΙΩΝ Όσοι θαρρούν πως ξέρουνε, λένε παιδί πως ήλθα. ΚΡΕΟΥΣΑ Κι' απ' της γυναίκες των Δελφών ποιά σ' έθρεψε με γάλα; ΙΩΝ Δεν ξέρω στήθος γυναικός• εκείνη μ' έχει θρέψη. ΚΡΕΟΥΣΑ Ποιά; στη δική μου συμφορά, ευρήκα κι' άλλες όμοιες! ΙΩΝ Του Φοίβου την προφήτισσα εγνώρισα για μάννα. ΚΡΕΟΥΣΑ Και πως λοιπόν ετράφηκες κ' έγινες τέτοιος άνδρας; ΙΩΝ Ετράφηκα με της τροφές που μού φέρναν οι ξένοι.

Συχνότερα θάβλεπε κανένας να είναι χωρισμένα τα κοπάδια παρά η Χλόη κι' ο Δάφνης. Κ' ενώ έπαιζαν έτσι, τέτοια μελέτησε γι' αυτούς ο Έρωτας. Λύκισσα, που έθρεφε λυκάκια, άρπαζε πολλές φορές από άλλα κοπάδια από τα κοντινά χτήματα, επειδή εχρειαζόταν πολλή θροφή για να θρέψη τα μικρά της. Για τούτο, αφού μαζεύτηκαν νύχτα οι χωριανοί, άνοιξαν λάκκους μια οργιά το πλάτος και τέσσερες το βάθος.

Ψυχήν αγνήν ωσάν τα κρίνα, των σπουργιτιώνε την αστοχασιά κι' όπως κι' εκείνα, από τον Κύριον να περιμένω να φροντίση και με τι θε να με θρέψη και με τι θα με ποτίση.

Την πτωχήν ορφανήν, η οποία με τον καρπόν αυτόν θ' αποκατασταθή εις τον κόσμον. Τον δύσμοιρον κτηματίαν, ο οποίος με τον καρπόν αυτόν θα θρέψη τα τέκνα του, αναμένοντα ως τα μικρά μισιργούδια εν τη φωλεά των, με ανοικτά τα στόματα: — Σκουλίκι έπεσε! — Δεν δέσανε καλά! — Πέφτουν αλάκερα σταφύλια! — Της πήρε το ποτάμι!

Θεαταί! θα σας μιλήσω την αλήθεια καθαρά, μα το Βάκχο, που εμένα είχε θρέψη μια φορά: Θέλοντας για να νικήσω και σοφός να σας φανώ, σας τους θεατάς μου άξιους να με κρίνετε φρονώ, και την κωμωδία τούτη, πούν' απ' όλες πειο καλή όσες έγραψα ως τώρα, και την δούλεψα πολύ, θέλησα να την προσφέρω πρώτα στη δική σας πείρα• μολοντούτο, παρ' αξίαν, τα βρεμένα μου επήρα, κ' οι σαχλοί μ' είχαν νικήση.

Επιθυμώ λοιπόν κ' εγώ ν' αγωνισθώ μαζύ σου, και να σκοτώσουμε μαζύ το γυιό του, εκεί μέσα, στο σπίτι εκείνο μπαίνοντας που κάνει το τραπέζι. Έτσι κ' εγώ πεθαίνοντας, την υποχρέωσί μου θα βγάλω στους αφέντες μου, που χρόνια μ' έχουν θρέψη, ή ζωντανός να μοιρασθώ μαζύ τους τη χαρά τους.

Τούτος όμως είναι μικρός και άτριχος σαν γυναίκα και μελαψός σαν λύκος. Βόσκει τράγους και βρωμάει τρομερά. Είναι και φτωχός ώστε να μη μπορή να θρέψη μήτε σκυλί. Κι' αν, καθώς λένε, τον εβύζαξε και γίδα, δεν ξεχωρίζει καθόλου από γίδι. Αυτά και τέτοια είπε ο Δόρκωνας· κ' ύστερα ο Δάφνης τούτα: — Εμένα με ανάθρεψε γίδα καθώς τον Δία.

Οι τελευταίοι, ούτοι μετέβησαν εις την Σμύρνην, εναυπήγησαν πλοία, έθεσαν εντός αυτών πάντα τα αναγκαιούντα διά μακρόν ταξείδιον, και έπλευσαν προς αναζήτησιν γης, ήτις να ηδύνατο να τους θρέψη. Πολλούς λαούς παρέπλευσαν, επί τέλους δε έφθασαν εις τους Ομβρικούς, όπου έκτισαν πόλεις και όπου κατοικούσιν ακόμη.