United States or Nicaragua ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είχε και ωραία προμάνικα ανασηκωμένα εκ βαρυτίμου ρωσσικού χρυσοϋφάντου. Και το ποδογύρι ολόχρυσον τρεις σπιθαμαίς πλατύ. Η πενθερά της, μόλις είχε πεισθή την τελευταίαν ώραν να δώση την ευχήν της, σκληρυνομένη έως τότε, λέγουσα ότι επόνεσε την άλλην, ότι την λυπείται, ως ορφανήν.

Την πτωχήν ορφανήν, η οποία με τον καρπόν αυτόν θ' αποκατασταθή εις τον κόσμον. Τον δύσμοιρον κτηματίαν, ο οποίος με τον καρπόν αυτόν θα θρέψη τα τέκνα του, αναμένοντα ως τα μικρά μισιργούδια εν τη φωλεά των, με ανοικτά τα στόματα: — Σκουλίκι έπεσε! — Δεν δέσανε καλά! — Πέφτουν αλάκερα σταφύλια! — Της πήρε το ποτάμι!

Εσκεπτόμην μόνον μετά πόσης χαράς θα φέρω την ορφανήν κόρην εις της μητρός μου τας αγκάλας. Προς το εσπέρας επανήλθεν ο Αγάς φέρων την Δέσποιναν, ανεχώρησε δε μόνος με τους δύο κοφίνους του Γιάννη επί του ζώου του. Αφού ανεχώρησε μ' έκραξεν ο Ζενάκης εις το δωμάτιόν του. Η Δέσποινα έτρεξε προς εμέ άμα εισήλθα.

Τα χαρμόσυνα τότε δάκρυα της, ήσαν το μέτρον όσης λύπης υπέφερε κατά την απουσίαν μου. ― Δεν σου έφερα τα κειμήλια σου, μάνα μου ! Ιδού τι σου έφερα. Και ώθησα την Δέσποιναν προς την αγκάλην της. Το εγνώριζα ότι την ωδήγουν εις μητρός αγκάλην, την δυστυχή ορφανήν!

Ήμην κατάκοπος, επόνουν οι ώμοι και οι βραχίονες μου υπό το ασύνηθες του φορτίου μου βάρος, αλλά δεν εσκεπτόμην περί του καμάτου. Μία σκέψις κατεκυρίευε τον νουν μου, μία επιθυμία κατείχε την καρδίαν μου, και ησθανόμην ότι τα πάντα χάριν αυτής ήμην ικανός ν' αψηφήσω. Ήθελα να λυτρώσω την ορφανήν, η οποία, μ' επεκαλέσθη.

Τώρα, εάν είχε σύντροφον άλλον τινά παρά τον Πανταρώταν, όστις διετέλει εν διηνεκεί απουσία, θα τον άφηνε να φυλάγη την βάρκαν, και δεν θα την άφηνεν έρημην και ορφανήν. Και αν δεν την άφηνεν έρημην και ορφανήν, δεν θα ήρχοντο εν τη απουσία του κλέπται να του πάρουν ό,τι είχε και ό,τι δεν είχε. Τούτο δε ακριβώς συνέβη. Οι κλέπται εμβήκαν μέσα ως καλοί οικοκυραίοι.

Το κατ' εμέ, απονίπτω τας χείρας. Εν τούτοις φρονώ ότι δύναμαι να εκφέρω γνώμην τινά, ως είς των αναγνωστών. Ο Πλήθων, ως μοι φαίνεται, είχε λάβει υπό την προστασίαν του κόρην τινά ορφανήν και την ανέθρεψε. Το μυστήριον όπερ περιέφερε πανταχόσε μεθ' εαυτού ο ειδωλολάτρης φιλόσοφος, και η απαίσιος φήμη ην είχε παρά τω λαώ, περιέβαλε και την κόρην ταύτην.