United States or Niue ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότε η Χαδούλα εστάθη, κ' εφώναξε μακρόθεν προς τον Γιάννην τον Λυρίγκον·Φεύγω! . . . Πάω να . . . Ο Γιάννης ο Λυρίγκος είχε τρέξει ακόμη ολίγα βήματα, κ' ήλθε πλησιέστερα προς την Φραγκογιαννού. Τότε κι' αυτή, αποφασιστικώς, προέβη δύο ή τρία βήματα πλησιέστερα προς εκείνον. Η Φραγκογιαννού επεκαλέσθη εις βοήθειαν όλην την ετοιμότητά της. Ηυτοσχεδίασε.

Και πάλιν σε φαντάζομαι, αγαπητέ Κρόνιε, να γελάς διά το τέλος του δράματος. Εγώ δε όταν τον ήκουσα να επικαλήται τα μητρικά πνεύματα δεν παρεξενεύθην πολύ. Αλλ' όταν επεκαλέσθη και τα πατρικά, δεν ηδυνήθην να κρατήσω τον γέλωτα, ενθυμηθείς τα λεχθέντα περί του φόνου του πατρός του.

Ήμην κατάκοπος, επόνουν οι ώμοι και οι βραχίονες μου υπό το ασύνηθες του φορτίου μου βάρος, αλλά δεν εσκεπτόμην περί του καμάτου. Μία σκέψις κατεκυρίευε τον νουν μου, μία επιθυμία κατείχε την καρδίαν μου, και ησθανόμην ότι τα πάντα χάριν αυτής ήμην ικανός ν' αψηφήσω. Ήθελα να λυτρώσω την ορφανήν, η οποία, μ' επεκαλέσθη.

Στενάζων διά την συμφοράν του, επεκαλείτο τον καθαριστήριον Δία μαρτυρόμενος όσα έπαθεν υπό του ξένου· επεκαλέσθη επίσης τον ίδιον θεόν ονομάζων αυτόν Φιλόξενον και Προστάτην της φιλίας· τον εκάλει Φιλόξενον, διότι, δεχθείς εις την οικίαν του ένα ξένον, έθρεψεν εν αγνοία του τον φονέα του υιού του· τον εκάλει Προστάτην της φιλίας, διότι αναθέσας εις τον ξένον την φύλαξιν του υιού του, τον εύρε μέγιστον εχθρόν.

Την άλλην ημέραν την παρεκάλεσεν αποτόμως να φύγη, τέλος πάντων, επειδή κι' αυτός θέλει να φέρη εδώ «την γυναίκα του», να ζήση σαν άνθρωπος, να νοικοκυρευθή. Τότε η Σταυρούλα, παραδόξως, επεκαλέσθη την υποστήριξιν των άλλων γυναικών, των τέως ασπόνδων πολεμίων της. Τώρα διά πρώτην φοράν επηγγέλλοντο ότι επίστευον εις την συγγένειαν της Σταυρούλας.

Τότε, ως λέγουσιν οι Λυδοί, ο Κροίσος, ιδών ότι ο Κύρος μετενόησεν, ότι όλοι κατεγίνοντο να σβέσωσι το πυρ και ότι δεν ηδύναντο να το κατορθώσωσιν, επεκαλέσθη την βοήθειαν του Απόλλωνος, ικετεύων αυτόν, εάν ποτε τω προσέφερε δώρον ευχάριστον, να τον σώση από τον έσχατον εκείνον κύνδυνον. Ταύτα προσευχόμενος έκλαιεν.

Αλλά και μάντις ήτο εκείνος ο ίππος και επροφήτευε τα μέλλοντα και τούτο δεν εφαίνετο εις κανένα παράδοξον, ούτε κανείς από κείνους που τον ήκουαν επεκαλέσθη τον αλεξίκακον διά να τον σώση από το απαίσιον άκουσμα.

Είπα ότι είναι ο κηπουρός μας. ― Μου επρόσφερες την συνδρομήν σου, εξηκολούθησα, και έρχομαι να την ζητήσω. ― Τι θέλεις ; Σε είδε κανείς; Σε κυνηγούν Τούρκοι; ― Όχι, αλλά κατοικούν τον Πύργον μας Τούρκοι, και είναι σκλάβα εκεί Χριστιανή, της οποίας ο πατήρ ήτο πατρικός μου φίλος. Η κόρη με είδε, με ανεγνώρισε, μ' επεκαλέσθη και πρέπει να την σώσωμεν.

Δηλαδή ούτε από το ακροατήριον πρέπει να μανθάνη πώς να κρίνη ο αληθής κριτής συγχυζόμενος και από τον θόρυβον του λαού και από την αμάθειάν του, ούτε πάλιν, εάν έχη γνώσεις, ένεκα της ανανδρίας και δειλίας του με το ίδιον στόμα με το οποίον επεκαλέσθη τους θεούς, όταν επρόκειτο να κρίνη, με το ίδιον να ψεύδεται και να εκφράζη αβασανίστως την κρίσιν.

Και τοιαύτας σκέψεις ανεκύκλου εν τω νω, και τοιούτους φόβους έτρεφε κατερχόμενος την αγρίαν εκείνην βορειοδυτικήν ακτήν, όπου αίγες μόνον δύνανται να πατώσι. Φθάσας αντικρύ του παρεκκλησίου του Αγίου Σώζοντος, του εγειρομένου ιδιορρύθμως επί τινος σκοπέλου, ολίγας οργυιάς από του αιγιαλού, έκαμε τρις το σημείον του Σταυρού, κ' επεκαλέσθη τον Άγιον τώρα να το δείξη, να μη ψεύση το όνομά του.