United States or Burundi ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μόλις ο υπενωμοτάρχης με τους δυο χωροφύλακας φάνηκαν σ' ένα στενό σοκάκι και ζύγωσαν σ' ένα μικρό μπακάλικο κινήθηκαν τα παιδιά, κινήθηκαν οι γυναίκες, τα κορίτσια, οι άντρες, οι γέροντες, όλοι αναστατώθηκαν.

Η σκιά ανέβαινε από την κοιλάδα διαγράφοντας έναν σκούρο κύκλο επάνω στις τριανταφυλλί πλαγιές της Ορτομπένε και έφτανε μέχρι τον ίδιο στο σοκάκι.

Να εκείν' η γρηά, που την τράβηξ' απ' τα μαλλιά ο γυιός της, μέσ' το σοκάκι! είπεν ο δεύτερος χωροφύλαξ. Είτα προσέθηκε·Δε μ' κρένεις, γερόντισσα, πού είν' ο γυιόκας σου; Η Φραγκογιαννού δεν απήντησε κ' έτρεξε πλησίαν της Αμέρσας. Ήτο επιτηδεία ιάτρισσα, και ήτο ικανή να περιποιηθή την κόρην της.

Σε λίγο ο Μαθιός με τη στίβα τα γράμματα στα χέρια ξεκίνησε για τη διανομή. Στο δρόμο κοντοστάθηκε, δεν ήθελε να περάση από το σπίτι του Λαλεχού. Φοβότανε τις κακοτοπιές. Μα τι να κάμη; Εκεί δίπλα είχε να δώση γράμμα. Δεν μπορούσε να κάμη αλλοιώς. Έκαμε κουράγιο και τράβηξε. Από μακρυά το μάτι του πήρε την Ουρανίτσα στο παράθυρο. Έκαμε να στρήψη το σοκάκι, μα ήταν αργά.

Στο μεταξύ ο ντον Πρέντου συνόδευε τον Έφις που ανηφόριζε ψηλά στο σοκάκι που το είχαν πλύνει οι τελευταίες βροχές. Το χορτάρι φύτρωνε κατά μήκος των τοίχων των έρημων σπιτιών. Μια γλυκιά, βαθιά σιωπή τύλιγε τα πάντα τριγύρω.

Ήταν ο τελευταίος σταθμός του ταξιδιού του στον κόσμο, ο τελευταίος ανήφορος του Γολγοθά του, εκείνο το ανηφορικό σοκάκι, βρώμικο, όλο λίγδα, με ένα γατάκι ψόφιο μέσα στα σκουπίδια και τον ουρανό πορφυρό πάνω από τους ψηλούς τοίχους σκεπασμένους με αγριάδα. Στα μισά του δρόμου γύρισε να κοιτάξει.

Σαν είχα φάγει τα κυδώνια, μου φάνηκε πως μου εκόπη κάπως η δίψα. Ύστερα πάλι εδίψασα χειρότερα. Σηκώθηκα, κ' εβγήκα έξω. Έκαμα ολίγα βήματα στο σοκάκι. Η γειτονιά έρημη. Ο κόσμος είχε φύγει. Αυλόπορτες κλεισμένες. Παράθυρα κλειδομανταλωμένα. Ψυχή δεν εφαίνετο πουθενά. Επήγα παραπέρ' ακόμα. Ήξευρα πως ήτον μια βρύσι κάπου εκεί. Έφτασα, με μεγάλη αδυναμία, με κομμένα γόνατα.

Ο Έφις τον κοίταζε χωρίς να απαντά και τον άφησε να τον σύρει μες στο σοκάκι μέχρι επάνω, μέχρι μια μικρή αυλή κλεισμένη ανάμεσα σε δυο σπίτια πάνω από την κοιλάδα. Ένας άντρας, ένας αστός κοντός, σχεδόν νάνος, με μεγάλα μελαγχολικά μάτια και χλωμό πρόσωπο, έβγαζε νερό από το πηγάδι και ο Τζατσίντο τον σύστησε σαν τον σπιτονοικοκύρη του. «Πρέπει να σου μιλήσω», είπε ο Έφις. «Σ’ ακούω, μίλησε

Να την λοιπόν που βγαίνει πίσω από το ιερό, με το κάνιστρο στο κεφάλι και κατεβαίνει το σοκάκι ανάμεσα σε συστάδες από βάτα που λάμπουν από τις σταγόνες της δροσιάς. Από την πόρτα της γριάς Ποτόι φαινόταν η Γκριζέντα σκυμμένη πάνω στη φωτιά της εστίας να ετοιμάζει τον καφέ της γιαγιάς που ήταν άρρωστη στο κρεβάτι. «Αδυνατίζεις κάθε μέρα και πιο πολύ», είπε η Νατόλια μπαίνοντας.

Η Γκριζέντα κοκάλωσε και το όμορφο πρόσωπο και τα όμορφα μάτια της πήραν αμυδρά την όψη της γιαγιάς της. «Γυρίζει πίσω;» «Αφήστε τα τώρα αυτάείπε ο Έφις απιθώνοντας το πανέρι στα πόδια του κοριτσιού, αλλά εκείνη άκουγε σαν μαγεμένη τα λόγια της γιαγιάς, και εκείνος κατεβαίνοντας το σοκάκι νόμιζε πως ξανάβλεπε το παρελθόν σε κάθε γωνιά.