United States or Italy ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότες βαριά στενάζοντας τους είπε ο Αγαμέμνος, ο δοξασμένος βασιλιάς, κρατώντας απ' το χέρι τον αδερφό του, ενώ μαζί βογγούσανε οι συντρόφοι «Αχ αδερφέ μου, ορκίστηκα λοιπόν το θάνατό σου 155 που μόνο σ' έστησα μπροστά για μας να πολεμήσεις, και να οι οχτροί σε λάβωσαν και πάτησαν τους όρκους.

Τότες βαριά στενάζοντας της είπε ο γιος του Κρόνου «Κακές, πολύ κακές δουλιές μ' ανοίγεις με την Ήρα, και σύχυσες, σα με κεντάει με τα πικρά της λόγια· που κι' έτσι εκείνη αδιάκοπα μπρος στους θεούς μαλώνει 520 και μου φωνάζει πως βοηθάω τους Τρώες στους πολέμους. Μόνε τραβήξου τώρα εσύ μήπως σε νιώσει η Ήρα, κι' εγώ θαν τα φροντίσω αφτά να γίνουνε.

Γούρμασε το κορίτσι, γριά! γούρμασε το κορίτσι και δε μαζώνεται! της λέει σήμερα ο γέρος εκεί που δούλευαν στον προσηλιακό. — Σώπα, καϋμένε γέρο! πάψε πια τις μουρμούρες σου και δε βαστώ· του είπε η γριά φουρκισμένη. Τι το θέλεις μαθές· ολημέρα να κάθεται κοντά μας σαν τη γάτα στη γωνιά! — Αλήθεια, μωρέ γυναίκα, γωνιά· και τι γωνιά; γύφτικη π' ανάθεμα τη! είπε ο γέρος στενάζοντας.

Μα μην εμποδιζώστε διόλου, σας παρακαλώ. Θα τα κάνω όλα στην εντέλεια· να είστε ήσυχος. Εσείς πηγαίνετε στην κηδεία της μάννας σας. — Ναι, πηγαίνω· κάμετε όπως ξέρετε. Ο Αριστόδημος έφυγε βιαστικά, λες και τον απόλυσαν από τα σίδερα. Ήταν ανυπόμονος να ιδή τη μάννα του. Ο θάνατός της τον ξάφνισε σαν κάτι παράδοξο κι αφύσικο. — Ας όψεται· έλεγε κάθε στιγμή στενάζοντας.

Κι' ο Αχιλέας στου γιαλού την πολυτάραχη άκρη βαριά στενάζοντας έκατσε με κύκλω τους συντρόφους, 60 σε μια άπλα πούσκαζε κοντά το κύμα στα χαλίκια.

Όχι, όχι· αποκρίθηκε στενάζοντας ο Περαχώρας· δεν ήρθε ακόμα η ευλογημένη ώρα· πλησιάζει, αλλά δεν ήρθε· έχουμε αλλού εργασία. — Ο φίλος μου έλαβε διαταγή να πάη στου Πέτρου του Θεομίσητου κ' εγώ στου Βασίλη του Ζάρακα· είπε βιαστικά ο Γκενεβέζος. — Ναι· είπε κι ο Περαχώρας μαντεύοντας το ξάφνισμά του. Έχουν, βλέπετε, κ' εκείνοι τη σημασία τους. — Σημασία! εψιθύρισε αφαιρεμένος ο Αριστόδημος.

Και παίρνει κι' ακουμπάει σταμνιά με μέλι και με λάδι 170 στο νεκροκράβατο. Έπειτα βαρβάτα τέσσερα άτια ρήχνει στενάζοντας βαριά μες στο σωρό των ξύλων. Εννιά 'χε ο βασιλιάς λαμπρούς του τραπεζιού του σκύλους· διο κι' από δάφτους έσφαξε.

Δείχνεται η ξυππασιά κ' η αμυαλιά τους. Εγώ δεν έχω την ανάγκη τους. Όχι οι Μορφόπουλοι, μα κι όλος ο κόσμος να μου ριχτή, τίποτα δεν παθαίνω και μη φοβάστε. — Τώρα καλά, κόρη μου· είπε ο γέρος στενάζοντας. Μα αύριο που θα φύγουμε μεις, πως θα ζήσης μοναχή σου; — Θα ζήσω κ' έγνοια σας.

Και όχι μόνον αυτός αλλά κ' οι άλλοι γέροντες του νησιού, οι απόμαχοι των αρμένων τόρα και οι νεώτεροι, που είχαν νωπούς ακόμη τους κάλους στα χέρια, όταν εκάθιζαν στον καφενέ να ρουφήξουν τον ναργιλέ τους εκινούσαν μελαγχολικά το κεφάλι και στενάζοντας έλεγαν· — Η θάλασσα δεν έχει πια ψωμί. Ας είχα ένα κλήμα στη στεριά και μαύρη πέτρα να ρίξω πίσω μου.

Και άλλα όμως πεντέξη εψάρευαν ολόγυρα κ' εκουβέντιαζαν από μηχανή σε μηχανή, εμετρούσαν οι καπετάνοι τις ζημίες τους, έκριναν τον καιρό, ελογάριαζαν τους μήνες, έλεγαν για την εσοδεία της χρονιάς, για την ποιότητα του σφουγγαριού και για την τιμή που θα πωληθή στην αγορά της Αγγλίας και της Αμερικής. — Τι τα θες; μ' έφαγαν τα πλάτικα εφέτος· είπεν απαρηγόρητα στενάζοντας ο Πίπιζας.