United States or Cuba ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτό το πανί, μωρέ παιδί μου, το λένε Αράπη. Γιατί μαυρίζει από τον καΰμό του, σαν ανοίξη. Όλα τα στοιχεία το χτυπάνε. Το χτυπά ο αγέρας, το χτυπά η θάλασσα, το χτυπά το χιόνι, το χτυπούν οι κεραυνοί, τόσα άγρια δόντια να το φάνε. Πώς να μη μαυρίση το καϋμένο! Είνε να πούμε η σημαία και το σάββανο του καραβιού. Ή θα γλυτώση το καράβι και θα γείνη σημαία του, ή θα χαθή και θα γείνη σάββανό του.

Τέλος ανοίγει τον Αράπη. Κι' αμέσως, μωρέ αδέρφια, εστάθηκετα πόδια της η σκούνα. Μέσατην νύχτα καιτην χιονιά ένα πράμα σαν σημαία σαν σάββανο φάνταξε μπροστάτην πλώρη. Ήτανε ο Αράπης. Ο Παπα-Δράκος τον εκαργάρισε, τον εστερέωσε καλά κ' έτρεχαν τα νερά από πάνω του σαν κλάματα, της σκούνας τα κλάματα. Το καράβι ανάσανε αμέσως. Εκεί που ήτανε γονατισμένο, ξαναεσηκώθηκε πάλι.

Έβλεπα με τα μάτια ορθάνοιχτα και δεν ήθελα να πιστέψω πώς η θάλασσα εκείνη, ήμερη τόρα, μια νύχτα πριν ήταν τόσο άγρια και μανισμένη· πώς εκείνες οι στεριές τόσο γελαστές, λίγο έλειψε να γίνουν μνήμα μας παντοτεινό κ' εκείνοι οι ολόχρυσοι άμμοι που έλαμπαν αδερφωμένοι με τον ασημένιον αφρό, θα εχρησίμευαν για θλιβερό μας σάββανο! Η γολέτα ήταν Γαλαξειδιώτικη του καπετάν Καρέλη.

Αντίς για ντύμα έβγανε σάββανο. Δε μπορούσε όμως να κάμη διαφορετικά. Τη θέση του ανυφαντή την είχε ο Αριστόδημος. Περιωρίστηκε λοιπόν να συναναστρέφεται την κόρη και να προσπαθή, μαζί με την κυρά Πανώρια, να την αναγνωρίση ο αδερφός του. Μα εκείνος άγριος, σαν τσοπανόσκυλο άφριζε και γαύγυζε μόλις άκουε τέτοια κουβέντα. Πολλές φορές ήρθαν στα χέρια.

Είπε μία στιγμή να φυσήξη πονεντογάρμπι· αλλά πάλι το εγύρισε γρεγοτρεμουντάνα. Χιόνι άρχισε να μας σκεπάζη· εθυμήθηκε, βλέπεις ο ουρανός πως εχρειαζόμαστε σάββανο! Νέκρα έπεσε στο καράβι κ' ενόμιζες πως ήταν παντέρημο στα κύματα. Μόνον στην πλώρη αγουριότουν το σκυλί και η τρόμπα στην πρύμη έβγαζε αργά και ρυθμικά το θρηνητικό της σκούξιμο, κάτω από του καπετάνιου τα χέρια.