United States or Zambia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Άιντε, και λιγώτερο να θυμάσαι τη μάννα σου! Όσο μπορείς λιγώτερο! Την αυγήν, επάνω εις το γλυκοχάραμα, όταν πλέον ο βαρδιάνος της πρώρας ήρχισε να ξεχωρίζη τους μιναρέδες της Καλλιπόλεως, το πλήρωμα κατά πρόσκλησιν του ναυκλήρου, του Γιωργάκη της Λιμπέριαινας, παρέστη εις μίαν τρυφερωτάτην σκηνήν, η οποία αξίζει τωόντι τον κόπον μιας περιγραφής.

Τα καράβια την έσφαζον. Και πλέκουσα την κάλτσαν της, μόνη, βράδυ-βράδυ, ανελογίζετο. Ανελογίζετο την τελευταίαν επιστολήν του θείου της, ενός ναυκλήρου, από την Πόλιν, και τας προφορικάς πληροφορίας του καπετάν-Γιαλή του Καλόγερου, φίλου στενού του καπετάν-Μοναχάκη του συζύγου της, αίτινες συνεφώνουν. Της έγραφεν ο θείος της από την Πόλιν, και της είπεν ο καπετάν-Καλόγερος.

Μύρτιον, Πάμφιλος και Δωρίς. ΜΥΡΤΙΟΝ. Τ' είν' αυτά που μούπανε για σένα, Πάμφιλε, ότι παίρνεις την κόρην του Φείδωνος του ναυκλήρου, ότι, λέει, γενήκανε κι' όλας οι γάμοι σας; Και οι τόσοι όρκοι που μούκανες και τα δάκρυα εσβύστηκαν διά μιας και απαρνείσαι το Μύρτιον, τώρα μάλιστα που είμαι έγκυος οκτώ μηνών; Αυτό λοιπόν μόνον εκέρδισα από τον έρωτά σου, ότι μ' έφερες σ' αυτή την κατάστασι και μετ' ολίγον θα έχω εις βάρος μου και ένα παιδί, πράμμα πολύ βαρύ για μιαν εταίραν; Διότι δε θα το ρίξω το παιδί και μάλιστα αν γείνη αρσενικό, αλλά θα το ονομάσω Πάμφιλον και θα το έχω παρηγοριά για την απιστία σου• κι' όταν θα μεγαλώση, θα έλθη καμμιά φορά να σε μαλώση διά την διαγωγήν που έδειξες εις τη δυστυχισμένη του μητέρα.

Ο δε Μέλτος ο Μισακός, γνωρίζων καλώς τα συστήματα του ναυκλήρου, ανελθών και σφάξας μίαν όρνιθα διά το νυκτερινόν πρόγευμα, οπού την έτρεφεν ο Γιάννης ο Μπύρρος ο ναύκληρος, μόνος του, από την Σικελίαν, διά κάθε ενδεχόμενον, κατέλιπεν εις το μαγειρείον τον καμαρώτον να επιμελήται το μαγείρευμα, κ' επανήλθε χιονισμένος, χουχουλίζων τας χείρας του και ζητών έν ποτήριον αποσταμένον, δηλαδή, γεμάτον, ως δίδουν την εσπέραν προς τους εργάτας τ' αφεντικά, όταν παύσουν από την εργασίαν.

Αλλά αίφνης κρότοι βηματισμών βαρέων επί του καταστρώματος, διέκοψαν τας φαιδράς του ναυκλήρου αναμνήσεις, Ως ν' ανήλθον πειραταί τω εφάνηέρημος ο λιμήν και δεν ήτο παράδοξοναλλ' ο κύων ο Μαύρος δεν υλάκτησεν· ως δεν υλάκτησε και όταν ήλθεν ο καπετάν-Φαφάνας, με τον οποίον όμως ο κύων είχε παλαιάν γνωριμίαν. Απορών ανήλθε φυλαττόμενος ίνα ίδη.

Το σιτάρι ήτο όντως εύμορφον, μεγαλόκοκκον και χρυσόξανθον, σιτάρι της Αίνου, κ' εκίνησεν αμέσως την προσοχήν του ναυκλήρου, όστις εκόλλησε, θαρρείς, επάνω λαίμαργον το βλέμμα του. Ολίγον κατ' ολίγον ήρχισε τα πραΰνεται τότε η ανήσυχος μορφή του. Η ψυχή του εγαληνίασε, και εις τους οφθαλμούς του τους θαμβούς έλαμψαν αίφνης αστραπαί παραμυθίας . . .

Διπλάτριπλά τα κρεβάτια κολλημένα στις πλευρές, με τα μαύρα τους στρωσίδια εθύμιζαν νεκροθήκες στ' ανήλιαστα βάθη της γης ταφιασμένες. Κοντά η καμαρούλα του ναύκληρου ανοιχτόπορτη έδειχνεν άλλο κρεβάτι στρωμένο, δυοτρεις φωτογραφίες παλιές, μια χρωμολιθογραφία χανούμισας, χρυσοφορεμένης και ξαπλωμένης ράθυμα σε πουπουλένια προσκέφαλα.

Θεός σχωρέστηνε! . . . Και την εμακάρισαν έπειτα με την καρδίαν των, αληθώς, τρώγοντες τα τόσον κατανυκτικώς αοράτως ευλογηθέντα κόλλυβα, τα οποία εις την ερημίαν εκείνην, καταμεσής εις το πέλαγος, είχε παρασκευάσει η ευλαβής προς την ψυχήν της μητρός του στοργή του συμπαθούς ναυκλήρου.

Αλλ' ότε η λέμβος προσωρμίσθη και επήδησαν οι ναύται εις την ξηράν, τότε η σιωπή ελύθη και επήλθε ταραχή και σύγχυσις, διότι πάντες, συνωθούμενοι επί των βράχων, ανυπομόνουν θέλοντες να επιβιβασθώσιν.!Ήσαν δε πολλοί οι φεύγοντες, και η λέμβος μικρά. Η ηχηρά του ναυκλήρου φωνή και των ναυτών οι βραχίονες εχαλίνωσαν του πλήθους την ανυπομονησίαν.― Ησυχάσατε, εφώναζε. Θα σας πάρωμεν όλους.

Διότι συγχρόνως και οι ναύται, εκτελούντες το πρόσταγμα του πλοιάρχου έσυρον μετά ταχύτητος τα σχοινία των ιστίων, άτινα όλα ομού συνεστράφησαν προς την άλλην πλευράν υπό την διεύθυνσιν του ναυκλήρου: — Γιάσσα-Γιάσσα! Όλοι μαζί! — Γιάσσα-Γιάσσα! Άλλα παιδιά!