United States or Bulgaria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σ' εξορκίζω να μου την κατηγοράς όσο μπορείς περισσότερο. Να μου την ζωγραφίζης με τέτοιον τρόπο, που να με κάνης να την αποστρέφωμαι· και για να την αηδιάσω, παράστησέ μου όλα τα ελαττώματα που βρίσκεις απάνω της. ΚΟΒΙΕΛ Αυτή, κύριε; μια κερατσίτσα, μια υποκρίτρια! Αυτό δα της έλειπε, να την ερωτευθήτε κι' όλας! Δεν έχει τίποτα που να την ξεχωρίζη από τις άλλες.

Με ακούς; Αφ' ότου η καϋμένη ψυχή μου εγίνηκε κυρία της εκλογής της και ικανή να ξεχωρίζη μεταξύ των ανθρώπων, έχει με σφραγίδα σέ σημειώση διά δικόν της, αφού σ' είδα τα πάντα να υπομένης και να μη τα δείχνης.

Άιντε, και λιγώτερο να θυμάσαι τη μάννα σου! Όσο μπορείς λιγώτερο! Την αυγήν, επάνω εις το γλυκοχάραμα, όταν πλέον ο βαρδιάνος της πρώρας ήρχισε να ξεχωρίζη τους μιναρέδες της Καλλιπόλεως, το πλήρωμα κατά πρόσκλησιν του ναυκλήρου, του Γιωργάκη της Λιμπέριαινας, παρέστη εις μίαν τρυφερωτάτην σκηνήν, η οποία αξίζει τωόντι τον κόπον μιας περιγραφής.

Είχε γνώση και κρίση· δεν ήθελε να πιστεύη παρά εκείνο που' βλεπαν τα μάτια τουίδια τα μάτια του! Από τα πρώτα χρόνια της σπουδής του ο Τσαϊπάς ήθελε να ξεχωρίζη από τους άλλους συντοπίτες του. Όχι μόνον τους αγράμματους συντοπίτες του, τους απλούς οξωμάχους, μα κι από τους σπουδασμένους ακόμη.

Γιατί δε θέλω, απήντησεν ο νέος κτυπών τον πόδα εις το έδαφος. Δε μ' αρέσει. Θες άλλο; Μετά μίαν δε στιγμήν είπε: — Δεν τήνε θέλω, γιατί 'χει μουστάκια. Είντα, κιοι δυο θάχωμε μουστάκια, να μη ξεχωρίζη ποιος είνε ο άντρας και ποια 'ν' η γυναίκα; Έπειτα έφυγε μη θέλων ν' ακούση πλέον τίποτε.

Το καλύτερο που μπορεί κανείς να πη για τα περισσότερα έργα της νεώτερης δημιουργικής τέχνης είναι το ότι είναι κάπως λιγώτερο χυδαία από την πραγματικότητα κ' έτσι ο κριτικός, με τη λεπτή του αίσθηση να ξεχωρίζη τα πράγματα, και το αλάθητο ένστικτό του να τα εξευγενίζη, θα προτιμά να κυττάζη στον ασημένιο καθρέφτη ή πίσω από πλεκτό βέλο και θα στρέψη τα μάτια του μακριά από το χάος και το θόρυβο της πραγματικής υπάρξεως και αν ακόμα ο καθρέφτης είναι θολωμένος και το βέλο ξεσχισμένο.

Μ' αφότου της ήρθ'εκείνη η αναθεματισμένη λιγοθυμιά στο δρόμο εξ αιτίας από τα λόγια που της είπανε, δεν είχε μάτια να δη καμμιάν η Βεργινία. Έπειτα ήρθ’ η Λιόλια!. . πού είχε νου πια και δύναμη για κουβέντες Και το είχε παράπονο η Ευρυδίκη αυτό, που δεν ήξερε δηλαδής η Βεργινία να ξεχωρίζη τις αληθινές της φίλες.

Γράμματα δεν ήξερε, μα σα βρισκότανε μοναχή της, τώβγαζε κρυφά-κρυφά απ' τον κόρφο της και το διάβαζε χωρίς να ξεχωρίζη τα γράμματα. Τι τα ήθελε τα γράμματα; Το διάβαζε με την καρδιά της. Η αγάπη της έβαζε μέσα και λόγια που δεν τα είχε το γράμμα. Μα από μέσα της ήξερε πως το αληθινό γράμμα ήταν αυτό που διάβαζε μοναχή της, μέσα στο σκοτάδι της νύχτας. «Από κει θα σας γράψω πάλι.

Ο ψηλός άνθρωπος με τον μπόγο κατέβηκε σιγά-σιγά τα σκαλιά και πάτησε τη βάρκα. Ο κόκκινος μπόγος κουνήθηκε. Τώρα άρχιζε να ξεχωρίζη σαν άνθρωπος. Φάνηκε το κεφάλι του, τα χέρια του, τα πόδια. Ένας άνθρωπος, κουβαριασμένος, γαντζωμένος από το λαιμό του ψηλού ανθρώπου, κουκκουλωμένος με μια κόκκινη τσέργα.