United States or Tokelau ? Vote for the TOP Country of the Week !


Χριστιανοί, μη βλέπετε στο πρόσωπό μας δυο φτωχές υπάρξεις, πιο θλιβερές και από τα φύλλα που πέφτουν, πιο βρώμικες και από τους λεπρούς. Να δείτε στο πρόσωπό μας τα όργανα του Κυρίου που θέλει να συγκινήσει τις καρδιές σαςΤα χάλκινα νομίσματα έπεφταν μπροστά τους σαν σκληρά, ηχηρά άνθη.

Την ιδίαν στιγμήν ο Πέτρος ο Γύφταρος, προβάλλει από μίαν γωνίαν εκεί, πλησιάζει και ίσταται έξω από την αυλόπορταν. — Καλή 'μέρα σας! Καλή χρονιά Χρόνους πολλούς!... Πολλά τα έτη σας! Να χαίρεστε το Νικολάκη σας! Να ζήσετε! Ό,τι επιποθείτε! Μ' ένα καλό γυιο, κόρη μου! Να χαίρεστε! Να είστε καλά! Να ζήση ο Νικολάκης! Ηκούετο ένδοθεν της αυλής, ερχομένη ηχηρά η φωνή του Αποστόλη.

Και πάραυτα ακούεται έσωθεν φωνή τραχεία και ηχηρά, ως όταν φωνάζουν διά της κογχύλης οι αλιείς, φωνή υπέροφρυς, αυθάδης φωνή: — Τις εστιν ούτος ο βασιλεύς της δόξης; Τόσον δε ζωηρά ώστε ποτέ δεν το ενθυμούντο οι άνθρωποι. Τινές μάλιστα εψιθύρισαν δειλά: — Έχει όρεξι εφέτος ο Ολλαντέζος.

Αίφνης, πλησίον του καταπετάσματος, μία ηχηρά φωνή εκραύγασεν: — Ειρήνη εις τους μάρτυρας! Βαθεία σιγή επεκράτει εις το αμφιθέατρον. Κατά την εποχήν του Νέρωνος, πολύ επροτιμώντο αι εσπεριναί παραστάσεις εις τους ιπποδρόμους και τα αμφιθέατρα.

Και ο βορράς εσύριζεν, από το πέλαγος μακρόθεν ερχόμενος, ως ήχος αυλών αναριθμήτων, αοράτων βοσκών, ήχος οξύς και λιγυρός. Και η γραία ηκροάτο ως να ωμίλει τις, και ήκουε του ανέμου τα ηχηρά κελαδήματα, τα οποία εσχημάτιζον τοιούτους μυστηριώδεις λόγους εν τη πενθούση διάνοιά της: — Ίσως και να γυρίσουν και οι δύο, ίσως και να μη γυρίσουν!

Και αυτοί νομίζω οι τρεις τέσσαρες οδόντες του π α τ ρ ό ς α ν δ ρ ώ ν τε θ ε ώ ν τε, οίτινες επένθουν άλλοτε εν ερημία την στέρησιν των αδελφών των, μετέβησαν εις εντάμωσιν εκείνων, και το άσμα του εφετεινού Διός ήτο άναρθρός τις φωνή, βαρεία μεν ως πάντοτε και ηχηρά, αλλά τίποτε περιπλέον. Φαντάσου την απογοήτευσιν των παλαιών του θαυμαστών.

Αλλ' ότε η λέμβος προσωρμίσθη και επήδησαν οι ναύται εις την ξηράν, τότε η σιωπή ελύθη και επήλθε ταραχή και σύγχυσις, διότι πάντες, συνωθούμενοι επί των βράχων, ανυπομόνουν θέλοντες να επιβιβασθώσιν.!Ήσαν δε πολλοί οι φεύγοντες, και η λέμβος μικρά. Η ηχηρά του ναυκλήρου φωνή και των ναυτών οι βραχίονες εχαλίνωσαν του πλήθους την ανυπομονησίαν.― Ησυχάσατε, εφώναζε. Θα σας πάρωμεν όλους.