United States or Greenland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ρίχνει θλιβερές ματιές σε κείνην που λατρεύει, αλλά ο σεβασμός που της έχει κ' η παρουσία του πατέρα της τον εμποδίζουν να μιλήση, ν' ανοίξη το στόμα του, και της μιλεί μόνο με τα μάτια. Ωραία Φιλίς, πολύ πονώ, πολύ για σε υποφέρω· άνοιξε πεια τα χείλη σου κι' άνοιξε την καρδιά σου και πες μου ποια είν' η μοίρα μου· να ζήσω ή να πεθάνω; Δεν μπορείς τον πόνο μου να νοιώσης.

Καλότυχος ανίσως και ήθελα παρομοιάση τελείως, και με το χάσιμο της μορφής μου να ήθελα χάσει και το λογικόν μου, και έτσι δεν ήθελα πέσει εις χίλιες σκληρές και θλιβερές συμφορές. Εις το αναμεταξύ που εγώ εθρηνούσα την κατάστασίν μου εις τα δάση, ο Δερβύσης εκυρίευε τον θρόνον του Μουσουλίου, και εχαίρονταν το βασίλειόν μου.

Αν ανεβαίναμε πιο νωρίς, θ' ακούγαμε θλιβερές ιστορίες και δω. Θ' ακούγαμε πώς η μαυροφόρα, έχει πέντε χρόνια, να δη τον άντρα της. Πως ξενοδουλεύει να ζήση τρία παιδιά. Πως πλάκωσε κ' η αρρώστια, και πως πάει να πεθάνη το μικρότερό της. Κοίταξέ την καλά, τώρα που σηκώθηκε και τοιμάζεται, κι όλο τοιμάζεται να φύγη, κι όλο κρυφομιλεί.

Ο Δούκας για να γλυκάνη τον πόνο του διάταξε να του φέρουν στο ιδιαίτερο δωμάτιό του το χαΐδεμένο σκυλλάκι του που με μαγεία στης θλιβερές ώρες, εγοήτευε τα μάτια του και την καρδιά του. Σ' ένα τραπέζι σκεπασμένο με ευγενική και πλούσια πορφύρα, ετοποθέτησαν το σκυλλάκι του Πτικρού. Ήταν ένα σκυλλί μαγεμένο: μια νύφη το είχε στείλει από το νησί Αβαλλόν στο Δούκα για δώρο ερωτικό.

Χριστιανοί, μη βλέπετε στο πρόσωπό μας δυο φτωχές υπάρξεις, πιο θλιβερές και από τα φύλλα που πέφτουν, πιο βρώμικες και από τους λεπρούς. Να δείτε στο πρόσωπό μας τα όργανα του Κυρίου που θέλει να συγκινήσει τις καρδιές σαςΤα χάλκινα νομίσματα έπεφταν μπροστά τους σαν σκληρά, ηχηρά άνθη.

Ο γαμπρός ήταν ένας ζωέμπορος που τον είχε συναντήσει τυχαία στο ταξίδι της φυγής της. Ζούσαν στην Τσιβιταβέκια, σχετικά άνετα και σύντομα θα αποκτούσαν παιδί. Οι αδελφές της δεν της συγχώρεσαν το καινούργιο της σφάλμα: το γάμο της με έναν πληβείο που τον συνάντησε κάτω από εκείνες τις θλιβερές συνθήκες, και δεν της απάντησαν.

Τότε η ψυχή της έπαλλε ολόκληρη από πάθος∙ ένας στρόβιλος επιθυμίας την κυρίευε διώχνοντας όλες τις θλιβερές της σκέψεις, όπως ο άνεμος περνά και γυμνώνει το δέντρο από όλα τα νεκρά φύλλα του.

Είχε, αλήθεια, δοκιμάσει δυστυχήματα χίλιες φορές μεγαλύτερα· αλλ' η ψυχραιμία του δικαστή και του πλοιάρχου, που τον έκλεψε, ερέθισε τη χολή του και τον βύθισε σε μαύρη μελαγχολία. Η κακία των ανθρώπων παρουσιαζότανε στα μάτια του μ' όλη της την ασχημιά και τρεφόταν όλο με θλιβερές σκέψεις.

Α, Κουλούφ, εφώναξεν η Δηλαρά γεμάτη από κλάματα, εσύ υπάγεις διά να αποθάνης και εμένα με παρακινείς να ζήσω εις ειρήνην; σκληρέ, εσύ λοιπόν θέλεις οι ημέρες μου να είναι θλιβερές και ανυπόφερτες· όχι, όχι, θέλω να σε συντροφεύσω, και να κατεβώ μαζί σου εις τον άδην· δεν θέλω ο Ταχέρ, ο μισημένος Ταχέρ, να χαρή τον θάνατόν σου· θέλω κάμει να γνωρίση ο κόσμος, ότι προτιμώ καλύτερα να αποθάνω μετ' εσένα, παρά να ζήσω με τον Ταχέρ.

Βαθειά εκράτησε σιγή• και όλα τα ποτήρια πάλι ξαναγεμίσανε από κρασί της Βίβλου• στην ίδια εκείνη τη στιγμή κατέβηκε στο χώμα μια συντροφιά περιστεριών, που άφοβα φωλιάζουν εις του Λοξία το ναό• μόλις τα περιστέρια εδοκιμάσαν το κρασί, καθίζοντας στα χείλια του ποτηριού, το ρούφηξεν ο φτερωτός λαιμός τους: αλλά δεν πάθαν τίποτε απ' το κρασί που ήπιαν• μα εκείνο, που εκάθισε στου νέου το ποτήρι και ρούφηξεν απ' το πιοτό, το φτερωτό κορμί του ταράχθηκε, σπαρτάρισε, και άρχισε να βγάζη τρελλές και θλιβερές κραυγές• οι σύνδειπνοι απορούνε γι' αυτούς τους πόνους του πουλιού, μα εκείνο σπαρταράει, τα πόδια τα κοκκινωπά ανοίγει και πεθαίνει.