United States or Equatorial Guinea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το χιλιετές δένδρον ήτον σκαφιδιασμένον κοντά εις την ρίζαν, κάτω, εις τον γιγαντιαίον κορμόν, τον οποίον δεν ημπορούσαν ν' αγκαλιάσουν πέντε άνδρες. Οι βοσκοί και οι αλιείς τον είχαν σκαφιδιάσει, του είχαν σκάψει την καρδίαν, του είχαν κοιλάνει τα έγκατα, διά να λάβωσιν εκείθεν άφθονον δάδα.

Τα κύματα, εξεγειρόμενα αλλεπάλληλα, επήρχοντο το έν μετά το άλλο κατά του μικρού λιμένος, τον όποιον πάραυτα εκ του πυθμένος συνετάραξαν, να τον αναποδογυρίσουν, θαρρείς, ως αναποδογυρίζει τηγανητής τας τηγανιζομένας μαρίδας. — Βοήθεια! ήρχισαν να κραυγάζουν τότε οι αλιείς, μη προφθάσαντες ν' ασφαλίσουν την τράταν των.

Τίνα είναι του κόσμου τ' αγαθά ήκουσας παρά ταύτης. Αναμίξασα γάμους, μητρότητας, έρωτας και ίππους κατεσκεύασε δι' αυτών επίχρυσον καταπότιον όπερ σοι επέρριψεν, ως οι αλιείς το δόλωμα εις τους ιχθύας. Αλλ’ ούτε την τιμήν ούτε τα ελαττώματα του εμπορεύματος σοι είπεν η ευσυνείδητος αύτη μεσίτρια.

Ένεκα του χειμώνος από ημερών δεν επεσκέφθησαν φαίνεται αλιείς τη νησίδα, και οι βράχοι της ήσαν υπερπληρωμένοι, αγιάλευτοι. Ο κυρ-Δημάκης, μεθύσας από της αφθόνου πληθύος των οστράκων, και ταχέως από υφάλου εις ύφαλον, από σκοπέλου εις σκόπελον διαβαίνων, έγεινεν άφαντος μετ' ολίγον εις την όπισθεν της ξηρονήσου πλευράν. — Κυρ-Δημάκη! Εκραύγασε μετά ταύτα ο καπετάν-Παρμάκης, πεινών.

Και πάραυτα ακούεται έσωθεν φωνή τραχεία και ηχηρά, ως όταν φωνάζουν διά της κογχύλης οι αλιείς, φωνή υπέροφρυς, αυθάδης φωνή: — Τις εστιν ούτος ο βασιλεύς της δόξης; Τόσον δε ζωηρά ώστε ποτέ δεν το ενθυμούντο οι άνθρωποι. Τινές μάλιστα εψιθύρισαν δειλά: — Έχει όρεξι εφέτος ο Ολλαντέζος.

Οι λιμενικοί υπάλληλοι μάλιστα «του έψησαν το ψάρι στα χείλη». Είνε αληθές ότι ο εξακουσμένος σύντροφός του ήτο εν διηνεκεί απουσία. Οι αλιείς οι συναντώντες τον μπάρμπ’-Αλέξην παραπλέοντα τας ακτάς, ενίοτε και οι αιπόλοι οι οδηγούντες τας αίγας των εις τον αιγιαλόν διά «ν' αρμυρίσουν», τον ηρώτων·Πού είν' ο σύντροφός σου; Μοναχός σου αρμενίζεις;

Μετά τοσαύτας περιπλανήσεις απεδήμησε τέλος πάντων ο πολυπαθής γέρων εις τας αγνώστους εκείνας όχθας, αφ' ων δεν υπάρχει επιστροφή. Ο θάνατος κατέλαβεν αυτόν εις το κελλίον του καλού ερημίτου Αρκούλφου, όστις εμόναζε παρά την όχθην του Μαγάνου πλέκων εγκώμια εις τους Αγίους και καλάθια εις τους αλιείς.

Καιρός διά ψάρευμα δεν ήτο πλέον. Η βάρκα δεν εφάνη να γυρίση. Οι ναυτικοί έλεγον ότι ο άνεμος δεν θα επέτρεπε να πλησιάσουν οι τρεις αλιείς εις την απέναντι στερεάν, αλλ' ή θα ευρίσκοντο τρυπωμένοι είς τινα μικράν αγκάλην της ακτής της νήσου, ή έπρεπε να ερριψοκινδύνευσαν να επαναπλεύσουν εις τον λιμένα. Πιθανόν να ήσαν εις το πέλαγος.

Ταύτα, αναγνώστα μου, τα θαύματα διηγούνται ουχί τέσσαρες αλιείς, αλλ' υπέρ τους τετρακοσίους σεβάσμιοι και ρασοφόροι χρονογράφοι, ημείς δε ενώπιον τοιαύτης χορείας πανσέπτων μαρτύρων κλίνομεν τον αυχένα εκφωνούντες μετά του Άγ. Τερτουλλιανού «Τ α π ι σ τ ε ύ ο μ ε ν δ ι ό τ ι ε ί ν α ι α π ί σ τ ε υ τ α.»

Ας ήτον και τώρα να φανή, να πλησιάση μία βάρκα! . . . Η Φραγκογιαννού θα παρεκάλει τους νέους αλιείς, τους πατριώτας της, να την επάρουν μαζύ, μέσ' την βάρκα . . . Και πού θα επήγαινε;. . . Ω, βέβαια στα πέρα χώματα, στα μέρη τ' αντικρυνά, στην μεγάλη στεριά . . . Κ' εκεί τι θα έκαμνε; Ω είχεν ο Θεός, θ' άρχιζ' εκεί νέον βίον!