United States or Ghana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και διέταξε την υπηρέτριαν να φέρη φώτα. — Τι απέγεινεν ο Χρήστος; ηρώτησε σιγά ο Ανδρέας. Ο ιερεύς έκλεισε τους οφθαλμούς και εκίνησεν οριζοντίως την χείρα. Δεν ενόησα, και ούτε ηθέλησα πλέον να εξετάσω, τι εσήμαινεν η χειρονομία εκείνη. Απέθανε; τον εφόνευσαν;.... Η υπηρέτρια εισήλθε με τα κηρία αναμμένα και ηλλάξαμεν ομιλίαν.

Τέταρτον, μεγαλητέραν αντίδρασιν εκίνησεν η υπό του Χριστού εκλογή του Ματθαίου ως ενός των Αποστόλων, και η ανοχή ην πάντοτε έδειξε προς τους τελώνας και αμαρτωλούς.

Και έτσι αποφάσισαν διά να ετοιμασθούν να του εναντιωθούν και με τούτον τον τρόπον απεδίωξαν τους αποστολάτορας χωρίς να υπακούσουν εις τα ζητήματά τους. Ο Αμούρ θυμωμένος, που δεν τον υπήκουσαν, εσύναξεν έως διακόσιες χιλιάδες στράτευμα, και εκίνησεν εναντίον του Τημουρτά.

Όταν εις το τέλος των πέντε ετών ο Αγάλλος εκίνησεν από τον Ποταμόν διά να κατέλθη εις την Προποντίδα και εξέλθη εις την Άσπρην Θάλασσαν, ηγνόει πολλά άλλα πράγματα εν τω μεταξύ επισυμβάντα, αλλά και τον γάμον του Επιφανίου μετά της Ουρανίτσας.

Λέγοντας αυτά τα λόγια εκίνησεν εμπρός το Τελώνιον και ο ψαράς ακολουθούσε κατόπιν, και περιπατώντες έφθασαν επάνω εις ένα λόφον ολίγον διάστημα μακράν από την πολιτείαν και καταβαίνοντες από την ράχην εις μίαν ευρύχωρον παιδιάδα έφθασαν τέλος πάντων εις μίαν μεγάλην λίμνην, περικυκλωμένην από τέσσαρας λόφους.

Διώρισε λοιπόν εις τούτο τον Αλέξην Γαρδικιώτην Γρίβαν, όστις λαβών τριακοσίους περίπου στρατιώτας εκίνησεν ολίγον μετά την δύσιν του ηλίου προς την Δομπραίναν. Μόλις όμως εμβήκεν εις τον δρόμον και ήρχισε ραγδαιοτάτη βροχή, η οποία δεν άφησε να τελεσφορήση τούτο το επιχείρημα.

Ο δε Νικίας, άμα έγινεν ημέρα, εκίνησεν επί κεφαλής του στρατού· οι Συρακούσιοι και οι σύμμαχοι επετέθησαν κατ' αυτών διά του αυτού τρόπου, τοξεύοντες και κατακοντίζοντες αυτούς πανταχόθεν.

Ο Οδυσσέας τότε αυτού κοιμήθη και οι ποιμένεςτο πλάγι του εκοιμήθηκαν• όμως ο χοιροτρόφος να κοιμηθή δεν έστερξεν αυτού μακράν των χοίρων, 525 αλλ' αρματόνονταν να βγη• κ' έχαιρεν ο Οδυσσέας ότιτην απουσία του πονούσε για το βιο του. πρώτ' απ' τους ώμους τους τρανούς εκρέμασε το ξίφος• χλαμύδα εφόρεσε χοντρή, προφυλακή του ανέμου, έβαλ' επάνω μαλλωτήν παχειού μεγάλου τράγου• 530 και ακόντι πήρε σουβλερό, διώκτην ανδρών και σκύλων, και να πλαγιάση εκίνησεν, οι χοίροι οπού κοιμώνταν, κάτω από πέτραν θολωτήν, οπού ο Βορηάς δεν πιάνει.

Μόνος δε ο Καραϊσκάκης συνέλαβε την ιδέαν του να υπάγη εις την Διοίκησιν, να ζητήση νέας δυνάμεις και εφόδια διά να κινηθή εις νέαν εκστρατείαν κατά των Τούρκων εις Ρούμελην. Με αυτήν την απόφασιν εκίνησεν από τον Λάζον, έχων μεθ' εαυτού όλους, όσους εύρε συμφώνους με τα εδικά του φρονήματα, οι οποίοι εσυμποσούντο έως οκτακόσιοι.

Ο λαός του είπε, μία ξένη, η οποία εμίσευσεν ευθύς από την χώρα· έμαθεν ως τόσον την στράταν που επήγε και εκίνησεν ευθύς διά να την συναντήση. Την έφθασεν εις το χείλος ενός ποταμού που εκάθονταν διά να ξαποστάση· αυτός την εχαιρέτησε με πολύ σέβας, και επρόσφερε τον εαυτόν του εις αυτήν διά να της είναι σκλάβος, διά να της φανερώση την ευγνωμοσύνην του.