United States or Angola ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλά τη στιγμή που ξεπόρτιζα έφτασε σταυτιά μου μια λέξη της μάνας μου, πρωάκουστη για μένα, πούμοιαζε με τη μυστηριώδη λέξη της θειας μου. Αλλ' από τον τρόπο που 'πε η μάνα μου τη λέξη κείνη, «η πυρωμένηκατάλαβα πως ήτον υβριστική και κακή. Εμάντευσα δε πως από 'δώ και πέρα η αγάπη μου κιντύνευε· και προκαταβολικώς άρχισα νανησυχώ και να λυπούμαι.

Τάχα την είχε αποσυχαθή τόσο πολύ, τάχα την εχθρευότανε από μέσα του, τάχα τούχανε σφυρίξει τίποτε σταυτιά; Μα πάλι, γιατί, όταν τον χτυπήσανε, γύρευε και καλά να τον φέρουν αμέσως, στη στιγμή, στο σπίτι του; Ήθελε τώρα η Ασημίνα την αγάπη του και της έκανε κακό να συλλογίζεται πως φεύγει απ' τον κόσμο ο άντρας της μ' ένα παράπονο και πως την καταριέται ίσως, χαροπαλεύοντας, η ψυχή του.

Θανατώνουν το Βοδερίκο και πολλούς αξιωματικούς του, και σέρνουν τα κορμιά τους στους δρόμους μέσα. Ο Θεοδόσιος είταν τότε στο Μιλάνο. Μόλις ήρθανε σταυτιά του τα γενάμενα, και φρένια τονέ συνεπαίρνει, να παιδευτή και καλά η Θεσσαλονίκη δίχως δίκη, δίχως ανάκριση. Αίμα έφτυσε, που λέει ο λόγος, ο Επίσκοπος του Μιλάνου ο Αμπρόσιος ώσπου να τον καταπείση ναλλάξη γνώμη.

Και τούτο με βασάνιζε, ενώ από το άλλο μέρος τα λόγια της αντηχούσαν ακόμα σταυτιά μου. Ξαναέφερνα στο νου μου όλη τη ζωή, που έζησα με την Έλσα, ό,τι μπορούσα να θυμηθώ κι ό,τι μπορούσε να έχη κάποιο σύνδεσμο μ' αυτή. Κι όταν δεν μπορούσα πια να θυμηθώ άλλο τίποτε, ζητούσα μέσα στο στοχασμό μου εκείνο που μου είταν αδύνατο να βρω.

Από την άλλη μεριά ο Άρειος, βλέποντας ξεκαμωμένο τον Αθανάσιο, συλλογιέται πως καιρός του είναι να κατέβη και να θρονιαστή πια στην Αλεξάντρεια, και πηγαίνει εκεί μ' αυτό το σκοπό. Η Αλεξάντρεια όμως, ορθόδοξους γεμάτη, ησυχία δεν είχε αφότου ξαναφάνηκε πάλε ο Άρειος. Δεν τους ήρθε των φίλων του Αρείου και του Ευσεβίου αυτή η αναστάτωση. Μια και νάφτανε σταυτιά του Αυτοκράτορα, είτανε χαμένοι.

Πάντα ξαναέλεγα τα λόγια της, πάντα τάκουγα ναντηχούνε σταυτιά μου κι όσο περσότερο τα συλλογιζόμουνα, τόσο περσότερο βεβαιωνόμουν πως πάλευε αναμεταξύ του πόθου να πεθάνη και της αγάπης της σε με και τα παιδιά, που της πρόσταζε να ζήση.

Χτενίζεσαι τέτοια ώρα; την ρώτησε. — Λούστηκα αποβραδύς και συμμαζεύω τα μαλλιά μου, είπε πάλι με μουδιασμένη φωνή η Αννίτσα. Η ψυχομάννα της την καλονύχτησε και πήγε να κοιμηθή. Θαρρούσε πως άκουγε ακόμα μέσα σταυτιά της το γέλιο του παπά. «Ακόμα δεν την έβγαλες, ευλογημένη, αυτή την ιδέα από το μυαλό σουΑλήθεια. Ήτανε καιρός πια να τη βγάλη.

Μήπως είπα το ενάντιο; Θα κακοκαρδίσωμε τώρα για το μακαρίτη τον Πρέκα; Σα βαρέθηκε τη ζωή του και πήρε βουτιά στο μώλο, λογαριασμός δικός του! Ας δώση λόγο εκεί που βρίσκεται. Μετρημένα μονάχα τα λόγια σου, να μην πάνε σταυτιά της Εξουσίας και σε σέρνουνε στην Ανάκρισι... — Την Εξουσία να την απαυτώσω, μουρμούρισε ο Γιάννης, με συμπάθειο!

Θαρρούσε πως το έβλεπε ακόμα το άσπρο περιστεράκι με την κόκκινη κορδελίτσα, που ήρθε και κάθησε στο παράθυρο της ξαποσταμένο. Μα ένα σύννεφο πάλι πέρασε και θόλωσε το λογισμό της. Τα λόγια του Λαλεμήτρου βουίζαν σταυτιά της. — «Σαν ταξιδεύης η ζωή σου σε μεταξωτή κλωστή κρέμεται». Κ' εγώ περιμένω γράμμα. Στέλνουν γράμματα οι πεθαμένοι στους ζωντανούς; Και ωστόσο πρόσμενε στο παραθύρι.

Ποιος ξέρει πού θα με βγάλη αυτός ο δρόμος! είπα μέσα μου. Έκαμα ωστόσο ακόμα λίγα βήματα, ως που έχασα πίσω μου τη μεγάλη στράτα κ' η βοή του κόσμου άρχισε να σβύνεται σταυτιά μου. Μπροστά και πίσω μου έβλεπα μια λουρίδα άσπρη, μονότονη, χωρίς τέλος. Άρχισα να βαρυέμαι και να μου πιάνεται η αναπνοή μου, όχι τόσο απ' τον κόπο, όσο απ' τη στενοχώρια.