United States or Turkey ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και όταν ο Γέρω-Συμβίας ο κορακοζώητος, ανάπτη τον μέγαν πολυέλαιον και σείη αυτόν, μ' αρέσει να βλέπω να σείεται μετ' αυτού και η ασημένια σκούνα, η οποία κρέμεται από τον μέγαν του ναού πολυέλαιον, υπό τον θόλον, τάξιμον ευλαβές του πλοιάρχου μου. Απαράλλακτη η σκούνα μου, η καταπρασίνη, που μια φορά κ' έναν καιρόν ήταν αραγμένη εις τον βοσπορίζοντα λιμένα της νήσου.

Τα κρύα πάντα ταχτικά θα του ταλλάζης, το γιατρικό στις ώρες του θα του δίνης και θάχης το νου σου να μην πατάη κανείς εδώ εξόν απ' τη γυναίκα του. Και λίγα λόγια. Άκουσες, παιδί μου; Ο άνθρωπος είνε βαρειά. Απ' τη λάτρα που θα του κάνης κρέμεται να τη γλυτώση. Και πάλι ο Θεός ξέρει! Από στιγμή σε στιγμή τι μας παρουσιάζεται δεν το ξέρομε. Στην ώρα είχε συνεφέρει κ' η γυναίκα του.

Ο ήρωας τότε ωμίλησεν Εχένηος ο γέρος, οπούτους χρόνους ήτο αυτός ο πρώτος των Φαιάκων• «Ω φίλοι, ό,τ' είπε η φρόνιμη βασίλισσα δεν είναι εναντίον εις την γνώμη μας, και σεις να το δεχθήτε. 345 και απ' τον Αλκίνοον κρέμεται η πράξι ομού και ο λόγος».

Τότες του λέει ο Νέστορας, ο γερο-αλογολάτης «Παιδί μου, ναι όλα αφτά σωστά τα μίλησες και δίκια. Εγώ 'χω αθρώπους και πολλούςεγώ 'χω ναι και γιους μου 170 παράξιουςπου μπορούν να παν το μήνυμα να δώκουν. Μα το στρατό πολύ βαριά τον πλάκωσε φουρτούνα, τι από 'να ράμα κρέμεται η τύχη μας πια τώρα, :τάχα θα ζήσουμε ή γραφτό το ρέμα να μας πάρει.

Έπειτα ήρχισε να τραγουδή: Το μήλον, όπου κρέμεται εις την γλυκομηλίτσα, ψύγεται, γή μαραίνεται, γή τρων το οι διαβάτες. Έτσα 'νε δα κη κοπελιά σαν έρθη του καιρού τση .. Και ετελείωσε με μίαν επιφώνησιν: — Αι, μωρέ νιότη, και πούσαι! Ο Σαϊτονικολής ήτο ενθουσιασμένος και διότι έβλεπεν επιτυγχάνον το σχέδιον περί εξημερώσεως του υιού του.

Βέβαια θα δώσουν και εδώ 'στο σπίτι συμπόσιον διά τον γάμον, είπεν η γάτα του δωματίου. «Αν όμως δεν δώσουν, τότε ούτε ένα μιάου δεν θα βγάλω για όλην αυτήν την ιστορίαν.» — Εδώ, να λέγεται, θα γίνη συμπόσιον! είπε η γάτα της κουζίνας. «Εσφαχθήκανε πάπιες, επελεκηθήκανε περιστέρια και ένα ολόκληρο πλατώνι κρέμεται 'στον τοίχον. Με γαργαλάνε τα γούλια μου, όσο τα συλλογίζομαι!

ΕΡΜ. Ο Καύκασος είνε εδώ, ω Ήφαιστε, όπου πρέπει να καρφώσωμεν αυτόν τον άθλιον Τιτάνα. Ας εξετάσωμεν δε τώρα διά να εύρωμεν κρημνόν κατάλληλον, εάν πουθενά υπάρχη μέρος το οποίον να μη σκεπάζουν τα χιόνια, διά να καρφωθούν ασφαλέστερα τα δεσμά και αυτός να είνε καταφανής εις όλους εις το μέρος όπου θα κρέμεται.

Ο φωτισμός, Λογιότατε, δεν κρέμεται από τούτην ή εκείνην την γλώσσα, χρειάζεται από μια σε κάθε γένος για να γρηκέται, κ' αυτό το μέσο το εχάρισε η προνοητική σοφία του Πλάστη, σ' όλαις της φυλαίς των ανθρώπων, για να βοηθιούνται στης λογιασταίς των και πολυάριθμαις χρείαις.

Έκλεβε στα ονειρεμένα τα φτερά της τα ουράνια της ζωής αρώματα, της υγείας τα μεθυστικά και πλούσια μύρα. Τάμπωχνε απαλή, γλυκύτατη ανάπνια του γιαλού. Τανέβαζε και τάπλωνε στο χωριδάκι το φτωχό, που κρέμεται στο βουναράκι πάνω. Ωστόσο στο μικρό το καφενεδάκι μέσα πήχτρα ο κόσμος. Όλο το χωριό ήρθε κ' εκλείστηκε να τη χορτάση. Βελόνι νάριχτες τόπο δε θάβρισκε στο πάτωμα να πέση.

Κάποιος τώρα πρέπει να φανή. Το ροδάκινο που κρέμεται στον αέρα ψηλά, ποιος θα το κόψη; Ποιος θα ξεχωρίση θάλασσα κι ουρανό; Ποιος θα ζωντανέψη και τις πέτρες; Εκείνος θα γίνη «άλλος Ορφές». Ομπρός το λοιπόν, και μη φοβάστε. Άγαλμα θα του φτειάσουμε, σας λέω. Φέρνουμε και μάρμαρο από την Πάρο. Γιατί βγήκα στο ταξίδι και τι γυρέβω, δεν το κατάλαβα ακόμη.