United States or Turks and Caicos Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Ζευς έδιδε την επαύριον μεγάλην χορευτικήν εσπερίδα επί του Ολύμπου, το δε μητρικόν φίλτρον της Αφροδίτης, όσον βαθέως και αν συνησθάνετο αύτη την ανάγκην της κοσμικής του επιδείξεως, δεν κατώρθωσε να νικήση τας ορχηστικάς των ποδών της διαθέσεις, τόσον μάλλον, όσον η των χαρίτων βασιλίς είχεν ήδη υποσχεθή τον πρώτον αντίχορον εις τον νέον εραστήν της Απόλλωνα, και κατ' ουδέ να λόγον εννόει να λείψη.

Όχι, το βάθος τόχει, τον ενθουσιασμό τον έχει, τη &θρησκεία& κάθε αγάπης την έχει. Είναι τη λησμονησιά του &εγώ& που δεν έχει. Να τις ως τόσο κ' οι Κολόννες του Κοτζάμπαση του Ολύμπου, που μ' αθάνατους Θεούς είχε να κάμνη, και πάλι Σύνταγμα δεν τους έδινε! Εδώ είναι που μπορείς να καθίσης, και ζωντανή να την κάμης με τα λόγια την αρχαιότητα.

Σωρεύτε χώμα τώρα επάνωτον ζωντανόν καιτην απεθαμένην, όσον απ' το σιάδι τούτο να μορφώσετ' όρος, 'πού με την κορυφήν του να υπερβή το αρχαίον Πήλιον ή την γαλάζιαν κεφαλήν του Ολύμπου. ΑΜΛΕΤΟΣ Δεν είναι τούτη ευχή καλή.

Επί της βασιλείας του Δευκαλίωνος κατώκουν την Φθιώτιδα, και επί του Δώρου, υιού του Έλληνος, την εις τους πρόποδας της Όσσης και του Ολύμπου χώραν ήτις καλείται Ιστιαιώτις. Διωχθέντες δε εντεύθεν υπό των Καδμείων, εγκατεστάθησαν εις τους πρόποδας του Πίνδου, εις τον τόπον τον καλούμενον Μακεδνόν, έπειτα εις την Δρυοπίδα, και τέλος εις την Πελοπόννησον όπου ωνομάσθησαν Δωριείς.

Ο κοιτών εφωτίζετο υπό λυχνίας καιούσης προ της εικόνος του χρίστιανισθέντος Πριάπου, η δε Ιωάννα ημίγυμνος ως θεά του Ολύμπου και ωραία ως εκείναι, παρίστα εικόνα τοσούτω θελκτικήν, ώστε προ αυτής ο Άγ. Αμούν ήθελε λησμονήσει τους όρκους του και ο Ωριγένης την συμφοράν του και αυτός, νομίζω, ο Θεμιστοκλής το τρόπαιον του Μιλτιάδου.

Κατά τον αυτόν εκείνον χρόνον τερατώδης αγριόχοιρος εφάνη εις την Μυσίαν καταβαίνων εκ του Ολύμπου και καταστρέφων τους αγρούς· πολλάκις οι Μυσοί εξήλθον κατ' αυτού, αλλά δεν ηδύναντο να τον βλάψωσι, και μάλιστα αυτοί υπέφερον από τας επιθέσεις του.

Κ' εγώ στον καλογυρισμό θα νάβγω στο καρτέρι, Να σας διπλώσω τα καυκιά και τα κρασοποτήρια. Όλα του Ολύμπου τα χωριά, όλα κοράσια τρέφουν Κοράσια σαν το κρύο νερό και της αυγής την στάλλα.

Να, να! καλέ τι κουτός! τον Δία του Ολύμπου κοπανά! Να! σε τέτοια ηλικία πούνε τώρα, να πιστεύη στον Ολύμπιο τον Δία! ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ Τι γελάς γι' αυτό; ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Που βλέπω πως παιδί εισ' απ' τώνα μέρος, μα στης σκέψεις είσαι γέρος. ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ Ε, καλά λοιπόν, τι είνε; ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Συ ωρκίσθης «μα τον Δία». ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ Βέβαια.

Η δε ελπίς του αυτή εσκέπτετο, δεν ήτο απίθανον να πραγματοποιηθή, διότι την νήσον αυτήν προ της επαναστάσεως είχον καταφύγιόν των και ορμητήριον οι αρματωλοί του Ολύμπου οσάκις κατεδιώκοντο. Έκτοτε ούτε ναργιλέν τον είδαν να πίη πλέον εις το καφενείον, ούτε να τρατάρη. Τώρα είνε έρημον το χωριό μου, το Κάστρο μου.

Αν ήτο ο Τάνταλος ποιητής και έγραφεν ύμνον εις το ύδωρ πιστεύομεν ότι και τον Τάσσον και τον Πίνδαρον αυτόν ήθελεν υπερβή. Τοιούτοι Τάνταλοι ήσαν οι από της δούλης πεδιάδος βλέποντες πλανωμένην επί των ράχεων του Πίνδου και Ολύμπου εν χρυσοίς όπλοις την ελευθερίαν.