United States or Turkey ? Vote for the TOP Country of the Week !


Άμποτε, επανέλαβον. Ο ξένος διετέθη κάλλιον επί του εδωλίου, εφ' ου εκάθητο. Εγώ δε προσήγγισα το εμόν όπως εγγύτερον ακούω, και ήρχισε να μοι λέγη ταύτα. Η Αϊμά, ως να έπραττε καθ' υπαγόρευσιν της Σιξτίνης, έκαμε αυτά. Ήλθεν εγγύτερον προς αυτήν και ήκουε μετ' εντεταμένης προσοχής. Η παιδίσκη αύτη δεν δύναμαι να σοι είπω πόθεν κατάγεται, ουδέ πώς ήλθεν εις την θέσιν, εν η ευρίσκεται σήμερον.

Εν τούτοις φοβηθείσα μη απολέση τα πάντα, ενόησεν ορμεμφύτως ότι ώφειλε να υποχωρήση προς καιρόν. Αλλ' η Αϊμά κατείχετο και αυτή υπό υψίστου διαφέροντος. Ήλπιζε ν' ακούση τι παρά της Σιξτίνης περί της τύχης της. Επάλαιε δε μεταξύ διττών αισθημάτων. Η Σιξτίνα τη είπεν·Ας αναβάλωμεν, κόρη μου, αφού δυσκολεύεσαι να το είπης.

Τέλος μετά μακρούς και απιστεύτους αγώνας, κατώρθωσε να εννοή μέρος τι του περιεχομένου της επιστολής. Η ημέρα δε είχε κλίνει προς την δύσιν, και η Αϊμά ησχολείτο εισέτι εις το επίπονον τούτο έργον. Αίφνης ήκουσε την περιστροφήν της κλειδός εις το κλείθρον. Έκρυψε ταχέως τα δύο τεμάχια του χάρτου εις τον κόλπον της, και ανωρθώθη όπως δεχθή την συνήθη επίσκεψιν της Σιξτίνης.

Άκουσε λοιπόν. Η Αϊμά ετοποθετήθη καλλίτερον επί του σκίμποδος εφ' ου εκάθητο, και ητοιμάσθη ν' ακούση απλήστως τας τοσούτον πομπωδώς προαγγελλομένας αποκαλύψεις της αδελφής Σιξτίνης. Ιππόται και πειραταί. Η Σιξτίνα ήρχισεν ως εξής·Προ δέκα ετών ήμην εν Ρόδω περιποιουμένη τους ασθενείς και τους πληγωμένους.

Και όμως είχον παρέλθει μακρά έτη, και η εντύπωσις αυτής εσώζετο εισέτι, και διηγείρετο εκάστοτε ακμαία εις πάσαν πρόκλησιν. Εντεύθεν εξηγείται ο τρόμος αυτής ενώπιον της δεσποτικής απαιτήσεως της Σιξτίνης. Αύτη πάλιν βλέπουσα τον ακατανόητον τούτον φόβον της νέας ησθάνετο την περιέργειάν της ερεθιζομένην.

Αϊμά, απήντησεν η φωνή. — Αϊμά; Αυτό είνε το όνομά σου; — Αυτό. — Ευχαριστώ. Και η Βεάτη απεμακρύνθη. Η Σιξτίνα. Ότε η Βεάτη έφθασεν εις το κατώτερον πάτωμα, ήκουσεν όπισθέν της το βήμα της Σιξτίνης, ήτις ανέβαινε διά της κλίμακος με το σοβαρόν βήμα της, κρατούσα τη ετέρα των χειρών το περίφημον μονόφωτον δέλετρόν της.

Τότε η Βεάτη έμεινεν επί τινας στιγμάς αναποφάσιστος, διστάζουσα αν έπρεπε να την ακολουθήση ή να μείνη. Αλλ' όμως διελογίσθη ότι την κατόπτευσιν ην εξετέλεσεν απόψε ηδύνατο να την εκτελέση και την εσπέραν της αύριον, και μάλιστα μετ' ελπίδων μείζονος επιτυχίας. Όθεν ώρμησε κατόπιν της προπορευομέης Σιξτίνης. Ότε αύτη είχε καταβή επτά βαθμίδας της κλίμακος, τότε και η Βεάτη εκινήθη.

Η Βεάτη παρεκάλει τον ουρανόν, ή εν ελλείψει αυτού την γην και τας υποχθονίους θεότητας, να τυφλώσωσι τα όμματα της Σιξτίνης, να αναπετάσωσι πυκνόν πέπλον προ των οφθαλμών αυτής, όπως μη δυνηθή να την ίδη. Ευτυχώς θαύμα συνέβη. Η Σιξτίνα εστράφη μεν, αλλ' ουδέν είδεν.

Σημειωτέον ότι η Αϊμά κατά τας ολίγας ημέρας, καθ' ας διέμενεν εν τω μοναστηρίω, είχε συνηθίσει να επιτηδεύηται οπωσούν την γλώσσαν της, και έμαθε να ομιλή άλλως, ή ως ήτο πρότερον συνειθισμένη. Επτά ή οκτώ συνεντεύξεις μετά της Σιξτίνης και μία ή δύο μετά της ηγουμένης ήρκεσαν να μεταδώσωσιν αυτή χροιάν τινα σεμνοτυφίας, ην ουδέ κατ' όψιν εγίνωσκε πρότερον.

Η προστριβή και ο κρότος του σιδηρού εργαλείου αντήχησε βραχνώς υπό τον λίθινον θόλον. Η θύρα ηνοίχθη μετά βαρέος τριγμού. Η Βεάτη προέβαλε γοργώς την κεφαλήν όπισθεν της Σιξτίνης και προσεπάθησε να ίδη τα εντός του ανοιχθέντος θαλάμου. Αλλ' όσον άπληστον και αν ήτο το βλέμμα της ουδέν προέλαβε να ίδη. Η αδελφή Σιξτίνα έκλεισεν αύθις την θύραν και σκότος βαθύ αποκατέστη.