United States or Eswatini ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αν θέλης να φύγης, φύγε. Τι σου ήλθεν; Η Αϊμά διηυθύνθη προς την θύραν. Αλλ' ο Πρωτόγυφτος ήτο διπλούς υποκριτής. Ένθεν μεν προσεποιείτο ότι την άφηνεν αδιαφόρως να φύγη, ένθεν δε ότι την εμπόδιζεν εκ διαφέροντος. — Πού θα πάγης, κορίτσι μου; Είσαι στα καλά σου; Θέλεις να σε φάνε οι λύκοι; Και πού θα πας τέτοιαν ώρα μοναχή σου; ολομόναχη; Η Αϊμά δεν απήντησεν, αλλ' απεπειράθη να εξέλθη.

Το μυστήριον, όπερ εξ ανάγκης περιέβαλλε τας σχέσεις των δύο κυριωτέρων προσώπων του διηγήματος τούτου, άκοντος εμού, ηλέκτρισε παραδόξως των αναγνωστών τινας. Τούτο τη αληθεία ουδόλως εκολάκευσε την ημετέραν φιλαυτίαν, ως λογογράφου. Νομίζομεν ότι η ύπαρξις της περιεργείας είνε τεκμήριον της ελλείψεως παντός διαφέροντος. Πλανώνται δε οι συγχέοντες τα δύο ταύτα όλως διάφορα πράγματα.

Αμφότερα τα όντα ταύτα είνε ήδη αυτοσύστατα, και ο μεν κύων εκαλείτο Χόμο, ο δε άνθρωπος ωνομάζετο Τρέκλας. Διά να είνε όμως σωστή η ανταλλαγή των ονομάτων έπρεπε και ούτος να καλήται &Κάνις&. Αλλ' αν θέλη ο αναγνώστης, είνε ελεύθερος να τω δώση και το όνομα τούτο, ή και οιονδήποτε άλλο. Είνε άξιαι πολλού διαφέροντος αι ανθρωποκυνικαί σχέσεις μεταξύ των δύο τούτων όντων.

Εν τούτοις φοβηθείσα μη απολέση τα πάντα, ενόησεν ορμεμφύτως ότι ώφειλε να υποχωρήση προς καιρόν. Αλλ' η Αϊμά κατείχετο και αυτή υπό υψίστου διαφέροντος. Ήλπιζε ν' ακούση τι παρά της Σιξτίνης περί της τύχης της. Επάλαιε δε μεταξύ διττών αισθημάτων. Η Σιξτίνα τη είπεν·Ας αναβάλωμεν, κόρη μου, αφού δυσκολεύεσαι να το είπης.

Η ξένη προέβη εις τα έσω της καλύβης και περιειργάζετο μετά πολλού διαφέροντος πάντα όσα έβλεπεν. Ηρεμαία τις απόχρωσις λύπης και οίκτου εσκίασε την μορφήν της. Το λεπτόν τούτο νέφος παρετήρησεν η Αϊμά. Ησθάνθη δε ευθύς συμπάθειαν προς την ξένην, και ουδεμία κακή ιδέα διέβη διά της φαντασίας της. — Δος μοι έν κάθισμα, διότι είμαι πολύ κουρασμένη, Αϊμά,

Φαίνεται δε ότι εύρε πολύ το διαφέρον εις την ανάγνωσιν ταύτην, διότι καθ' όσον προυχώρει, το πρόσωπόν του, ερυθρόφαιον υπό την φλόγα της δαδός, εψυχούτο και εξέφραζεν από στιγμής εις στιγμήν παντοία συναισθήματα, από της ελαφράς περιεργείας μέχρι του βαθυτάτου διαφέροντος, και από της καρτερικής προσδοκίας, μέχρι της ελπίδος και του φόβου, του οίκτου και του ενθουσιασμού.

Δεν απητείτο δε πολλή επιτηδειότης, όπως η προθυμία αύτη μεταδοθή και εις τους δύο νεαρούς γύφτους, οίτινες πάντοτε ήσαν φιλόπονοι. Ο θεόπεμπτος πελάτης ήρχετο καθ' εκάστην εις το εργαστήριον και προσέκειτο παρακολουθών μετά διαφέροντος την πρόοδον της εργασίας. Ο Πρωτόγυφτος τον είχε συνειθίσει και συνήπτε πάντοτε συνδιαλέξεις μετ' αυτού.