United States or Indonesia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εστάθη αυτού ο πολύπαθος, ο θείος Οδυσσέας κυττώντας, και ως εθαύμασε τα πάντα εις την ψυχήν του, 'ς το δώμα μέσα εβάδισε περνώντας το κατώφλι. 135 τους αρχηγούς ηύρεν αυτού και άρχονταις των Φαιάκων, 'που με ποτήρια σπόνδιζαντον άγρυπνον Ερμεία, ότιεκείνον ύστερον, πριν κοιμηθούν, σπονδίζαν. περνά το δώμα ο θλιβερός, ο θείος Οδυσσέας, κρυμμένος εις την καταχνιά, 'που 'χε τον ζώσ' η Αθήνη, 140 ως 'π' έφθασετους βασιλείς Αλκίνοον και Αρήτην. αγκάλιασε τα γόνατα εκείνος της Αρήτης, κ' εχύθη ευθύς οπίσω του της καταχνιάς το νέφος.

Εάν διέμενεν έτι υπολανθάνον νέφος τι αναμεταξύ των, κατά συνέπειαν των μικρών ακροβολισμών, οίτινες επηκολούθησαν την ερώτησιν, εάν ήτο άνδρας της ο τυφλός, διελύθη ήδη και τούτο. Η ομιλία επανελήφθη ζωηροτέρα, περιστρεφομένη ιδίως εις τα πολιτικά.

Η ακροσφαλής κατάστασις και η επερχομένη διάλυσις του μεγαλείου του Αντωνίου εκτυλίσσονται θαυμασίως εν τω διαλόγω μεταξύ αυτού και του Έρωτος: Αντώνιος : Με βλέπεις ακόμη, Έρως; Έρως : Ναι, γενναίε στρατηγέ! Αντώνιος : Ενίοτε βλέπομεν νέφος έχον μορφήν δράκοντος, Άλλοτε πάλιν ατμόν ομοιάζοντα προς άρκτον, λέοντα.

Οι μήνες και τα έτη παρήρχοντο, η Ιωάννα καθίστατο ψυχροτέρα εφ' όσον επλατύνετο ο κύκλος των θαυμαστών της, η δε αθυμία του πτωχού νεανίσκου ηύξανε καθ' εκάστην και ωχρόν νέφος ηπλούτο επί της νεαράς και φιλομειδούς αυτού όψεως ως μαύρη σκέπη επί ανθούσης ροδωνιάς.

Αν δ' η αναπνοή των άφινε νέφος αχνού επί της κάννης ή ο άνεμος έφερε κάρφος τι επ' αυτού, όλοι έσπευδον, άλλος διά της άκρας της φουστανέλλας και άλλος διά της χειρίδος του υποκαμίσου, να το απαλείψουν, κολακευόμενοι.

Καθ' οδόν απέρριψε τον χιτώνα του, όστις ήρχιζε να τον καίη και έτρεχε γυμνός σχεδόν, φέρων μόνον επί της κεφαλής και του στόματος την στηθοδεσμίδα της Λιγείας. Όταν επλησίασε περισσότερον, ανεγνώρισεν ότι εκείνο το οποίον είχεν εκλάβει ως καπνόν ήτο νέφος κονιορτού, εκ του οποίου εξήρχοντο φωναί και κραυγαί ανθρώπων. Εν τούτοις έτρεξεν ακόμη προς την διεύθυνσιν των φωνών εκείνων.

Η ξένη προέβη εις τα έσω της καλύβης και περιειργάζετο μετά πολλού διαφέροντος πάντα όσα έβλεπεν. Ηρεμαία τις απόχρωσις λύπης και οίκτου εσκίασε την μορφήν της. Το λεπτόν τούτο νέφος παρετήρησεν η Αϊμά. Ησθάνθη δε ευθύς συμπάθειαν προς την ξένην, και ουδεμία κακή ιδέα διέβη διά της φαντασίας της. — Δος μοι έν κάθισμα, διότι είμαι πολύ κουρασμένη, Αϊμά,

Τους νεκρούς! Ιδού η σκέψις η οποία τον εβασάνιζε, το νέφος του οποίου η σκιά εμαύριζε τον φαιδρόν άλλως ορίζοντα του βίου του. Ο τρόμος του θανάτου τον κατείχεν αφότου τον έφερον, μικρόν έτι, ν' ασπασθή τα κλειστά ψυχρά βλέφαρα του νεκρού πατρός του. Αληθώς παρευρέθη εις πολλάς κηδείας έκτοτε.

Δεν ηδύνατο να αναγνωρίση την ατραπόν, εις την οποίαν ευρίσκετο. Έτρεχεν ως άνθρωπος μεθυσμένος, παραπαίων από την μίαν πλευράν της οδού εις την άλλην . . . . Νέφος εκάλυπτε την έξοδον της οδού. «Εάν είναι καπνός, εσκέφθη, δεν θα δυνηθώ να περάσω». Μετεχειρίσθη όλας τας δυνάμεις, αίτινες τω απέμειναν.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Αρνείται η γλώσσα να υπακούση εις την καρδίαν, αδυνατεί δε η καρδία να εμψυχώση την γλώσσαν είναι ως το πτίλον του κύκνου το οποίον φέρεται εν ισορροπία επί των ανυψουμένων κυμάτων και προς ουδεμίαν κλίνει διεύθυνσιν. Πώς, θα κλαύση ο Καίσαρ; ΑΓΡΙΠΠΑΣ. Νέφος καλύπτει το πρόσωπόν του.