United States or Lesotho ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μετά χαράς, είπεν ο ξενοδόχος, και υπήγε με το ποτήρι εις την γραίαν, η οποία ήτο στυλωμένη εις το κάρον. — Ο εγγονός σου μου είπε να σου φέρω νερόν, εφώναξεν ο ξενοδόχος. Η αποθαμένη γραία ούτε απεκρίθη, ούτε εκινήθη. — Δεν ακούεις; εφώναξεν ο ξενοδόχος με όλην του την δύναμιν. Ο εγγονός σου σού στέλλει το ποτήρι τούτο!

Και εκινήθη, ετοιμαζόμενος, ως διά να ρίψη το εν ταις αγκάλαις αυτού κρατούμενον πράγμα εις τον καταρράκτην. Ο Βράγγης είδε τότε ευκρινέστερον ότι το πράγμα τούτο ήτο όντως έμψυχον. Εκινήθη προφανώς. Έσφιγξε σπασμωδικώς τους βραχίονας και εκρατήθη εκ του τραχήλου του. Έβαλε μίαν κραυγήν. Ο άγνωστος προσεπάθησε ν' αποσπάση τους βραχίονας της παιδίσκης από του λαιμού του.

Πρωίαν δε τινα, ενώ ο ετοιμοθάνατος ήδη τεχνίτης απεχαιρέτα δι' εσχάτου βλέμματος την θεάν, το θαύμα συνετελέσθη, το μάρμαρον εκινήθη, κατέβη εκ του βάθρου η Αφροδίτη και αναρτήσασα εις τον τράχηλον του γλύπτου περιδέραιον λευκών βραχιόνων εψιθύρισεν εις το ωτίον του: «Ζήσε Πυγμαλίων

Αλλά μόλις εκινήθη, ενόησε πληρέστατα την απελπιστικήν θέσιν της καταστάσεώς του. Η κατάστασίς του εβελτιώθη, λέγουν, και ο ασθενής εφαίνετο εις την οδόν της τελείας θεραπείας, όταν έπεσε θύμα της ιατρικής πειραματίσεως.

Μα είντα φταις εσύ, κακορρίζικο παιδί; Ο κύρης σου ο προκομμένος τα φταίει. — Ναι, ο κύρης μου, ο κύρης μου, Καλιώ ... είπεν ο Μανώλης, έτοιμος να κλαύση ή να εκστομίση ασεβείς λόγους κατά του πατρός του. Διά ν' αποφύγη δε και το μεν και το δε, εκινήθη να φύγη, αλλ' η χήρα τον εκράτησε και επέμεινε να μάθη τα αίτια της θλίψεώς του.

Ηκούσθη παρατεταμένος τριγμός, και σφοδροτάτη δόνησις διαρκέσασα επί τινα χρόνον. Κονίαι και τεμάχια λίθων απεσπάσθησαν από της οροφής του σπηλαίου και κατέπιπτον μετά δούπου επί του εδάφους. Ο Θευδάς έφερε την χείρα εις την κεφαλήν. Τα είδωλα εφάνησαν κινούμενα, ως να ωρχούντο άγνωστόν τινα όρχησιν. Η Αϊμά εστέναξεν, αφυπνίσθη αποτόμως, εκινήθη και ανεκάθισεν.

Ενώ επέστρεφον εις το σπίτι των ευθυμότατοι και ο θείος εσφύριζεν ένα άσμα των χρόνων της νεότητάς του, άκουσαν αιφνιδίως ήχον χαρακτηριστικόν να έρχεται από εκεί κοντά των· εκύτταξαν γύρω των και εκεί υψηλά επάνω εις την κλιτύν των βράχων υψώθη το χιονώδες επικάλυμμα και εκινήθη κυματοειδώς 'σάν ένα τμήμα απλωμένου λιναριού, όταν ο άνεμος πνέων φέρεται εις αυτό.

Γρήγορα σαν την σκέψιν, ετοποθέτησε μέσα εκεί το βαρύδιον, από όπου συνήθως εκρέματο ο πολυέλαιος, και εν ριπή οφθαλμού ο πολυέλαιος εκινήθη από κάποιαν αόρατον δύναμιν, ανεσύρθη πολύ προς τα άνω, διά ν' αφήση το βαρύδιον υψηλά, και επομένως ν' ανασύρη τους ουραγγουτάγκους στιβαγμένους σαν σταφύλια τον ένα επάνω εις τον άλλον, και τον ένα απέναντι του άλλου.

Αλλ' αυτά θα γείνουν, είπεν ο Κρίτων κύτταξε όμως μήπως έχης τίποτε άλλο να παραγγείλης. Ενώ δε αυτός έκαμεν αυτήν την ερώτησιν, ο Σωκράτης δεν απεκρίθη πλέον τίποτε. Αλλ' αφ' ού επέρασεν ολίγος καιρός εκινήθη, και ο άνθρωπος εξεσκέπασεν αυτόν. Και είχε τα μάτια του προσηλωμένα ακίνητα· ο δε Κρίτων, καθώς είδε τούτο, του έκλεισε και το στόμα και τα μάτια.

Πλησίον της εστίας εκάθητο η Λίγεια, κρατούσα εις τας χείρας βούρλον μικρών ιχθύων προωρισμένων διά το δείπνον. Αφωσιωμένη εις το να εξαγάγη τους ιχθύς εκ του βούρλου και με την βεβαιότητα ότι θα ήτο ο Ούρσος δεν εκινήθη ποσώς. Ο Βινίκιος επλησίασε και καλέσας αυτήν έτεινε τους βραχίονας.