United States or Iran ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ευκρινέστερον τούτου δεν ηδύνατο να ομιλήση. Εκείνοι Τον είχον καλέσει ενώπιόν των, όπως εξηγήση διατί ηθέτει το Σάββατον· αντί να δικαιολογήση την πράξιν Του, καθώς έπραξεν ενίοτε εν Γαλιλαία, δεικνύων ότι ο υψηλότερος και ηθικός νόμος της αγάπης υπερέχει και μηδενίζει τον χθαμαλώτερον νόμον της εις το γράμμα προσηλώσεως και υποταγής· αντί να δείξη ότι είχε πράξει εν τω πνεύματι εν ώ οι μέγιστοι των αγίων ανδρών είχον πράξει προ Αυτού, και οι μέγιστοι των προφητών εδίδασκον, κηρύττει ότι «Κύριος εστιν ο Υιός του Ανθρώπου και του Σαββάτου», ως Υιός και διερμηνευτής Εκείνου όστις είχε ποιήσει το Σάββατον, και όστις καθ' όλην την κραταιάν πορείαν της Φύσεως και της Προνοίας εξηκολούθει να εργάζηται κατ' αυτό.

Ποιος είνεΑσθενής φωνή απήντησεν. Αλλά δεν διέκριναν τας λέξεις. Αφού προέβησαν ολίγα βήματα παρεμπρός, οι βοσκοί πάλιν εφώναξαν: «Ε! ποιος είσαι; Πού βρίσκεσαι;» Η φωνή ευκρινέστερον απήντησε: — «Δω είμαι!... ελάτε παραδώ...» Και η φωνή επνίγη εις στεναγμόν. — Κάποιος θάπεσε κ' εγκρεμοτσακίσθη πουθενά μες το ρέμμα, εσκέφθη μεγαλωφώνως ο είς των βοσκών.

Και εκινήθη, ετοιμαζόμενος, ως διά να ρίψη το εν ταις αγκάλαις αυτού κρατούμενον πράγμα εις τον καταρράκτην. Ο Βράγγης είδε τότε ευκρινέστερον ότι το πράγμα τούτο ήτο όντως έμψυχον. Εκινήθη προφανώς. Έσφιγξε σπασμωδικώς τους βραχίονας και εκρατήθη εκ του τραχήλου του. Έβαλε μίαν κραυγήν. Ο άγνωστος προσεπάθησε ν' αποσπάση τους βραχίονας της παιδίσκης από του λαιμού του.

Το φως ήτον εις την ρίζαν ενός βράχου, και όσον επλησίαζον, τόσον ευκρινέστερον καθίστατο. Ότε ήλθον εγγύτερον, ο Πρωτόγυφτος είπε·Κάθησαι συ εδώ, να υπάγω εγώ μίαν στιγμήν να ιδώ τι άνθρωπος είνε, και γυρίζω και σε παίρνω. — Ας είνε, είπεν η Αϊμά. Ήδη μόλις απείχον περί τα εκατόν βήματα.

Η θύρα ήτο κλεισμένη ένδοθεν. Ηκούοντο τώρα ευκρινέστερον αι άμουσοι ψαλμωδίαι. — Ωχ, Θε μου, τι να είνε, είπε το Μαλαμμώ. Έλα, Πολύζο, να ιδής και ν' ακούσης. Η πόρτα είνε κλειδωμένη από μέσα. Επλησίασεν ο άνθρωπος, έκρουσεν, ώθησεν ισχυρώς. Εις μάτην. Η θύρα ήτο πράγματι μανδαλωμένη. — Τι πειρασμός είνε αυτός, έκραξε το Μαλαμμώ, συνάπτουσα τας χείρας.

Άμα έφθασαν εγγύς του ακρωτηρίου του αποτελούντος ένθεν την μίαν σιαγόνα του ακρωτηρίου του λιμένος, του κλειομένου υπό δύο ή τριών νησίδων ανατολικομεσημβρινώτερον, η νεαρά γυνή προσήλωσεν ατενώς το βλέμμα εις το βάθος του ορίζοντος, ως να ήθελε να ίδη απώτερον και ευκρινέστερον ή όσον επέτρεπε το ωχρόν φέγγος της σελήνης. — Να ιδώ εκεί πέρα, κ' ύστερα γυρίζουμε, είπε. Κ' εστέναξεν,