United States or Suriname ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όχι θα του τ' αφήσω! Ηκούσθη μακρόθεν κραυγή. Ο κυρ-Δημάκης εκινήθη ολίγον εν τη θέσει του χωρίς όμως να ξεδιπλώση τους πόδας του, οίτινες ήσαν αφανείς υπό τα μαύρον βρακίον του και μετά χάριτος μειδιών είπε: — Και πεντακόσιες! Η βαρεία μηλωτή ανεκινήθη και πάλιν και η ασθενής χειρ εσημείωσε τα νέον ποσόν, μόλις προφθάσασα να σημειώση το πρώτον.

Το στήθος της κόρης εκινήθη και η εκπνοή κατέστη σφοδροτέρα. «Αϊμά! », εψέλλισεν ο Μάχτος νομίσας ότι αφυπνίσθη. Αλλ' όμως εκοιμάτο αύτη εισέτι.

Εις την αριστεράν γωνίαν, επί τραπέζης, λυχνία μικρά προ του Σωτήρος, εφώτιζε αμυδρώς τα αντικείμενα. Ήτο εκεί, απεναντί του, με τας χείρας τεταμένας ο Εσταυρωμένος, η προσωποποίησις της αιωνίου αγάπης! Δεξιά, επί ανακλίντρου, ο Κλέων διέκρινε κάτι, το οποίον εις την εμφάνισίν του εκινήθη . . Ήτο η σύζυγος. Ηγέρθη μετά κόπου και τρέμουσα εστάθη προ του ιατρού με την κεφαλήν προς το στήθος.

Ενώ δε ετοιμάζοντο διά την αναχώρησιν, ο Καραϊσκάκης εκινήθη μ' όλον το στράτευμα κατ' αυτών. Τούτο ιδόντες οι Τούρκοι, ούτε να διαβώσι τον Μόρνον ποταμόν ετόλμησαν, φοβούμενοι την καταδίωξιν των Ελλήνων, ούτε να εξέλθωσιν από τα οχυρώματά των διά πόλεμον, αν και οι Έλληνες επλησίαζον εις αυτούς και τους επροσκαλούσαν εις μάχην.

Αγαπάς τον εδά το μπάρμπα Νικολή; — Εγώ πάντα μου σαγάπουνα σαν και τον κύρη μου, μπάρμπα Νικολή, είπεν η Πηγή και εκινήθη να του φιλήση το χέρι· αλλ' ο Σαϊτονικολής την ημπόδισεν. Έπειτα αλλάξας τόνον, της είπε: — Και για πε μου, Πηγιό, παιδί μου, ο Μανώλης μου πώς σου φαίνεται; — Πώς να μου φαίνεται; απήντησε κοκκινίζουσα και χαμηλώνουσα το βλέμμα. Καλός.

Ο Μανώλης έκαμε μορφασμόν δυσαρεσκείας. — Χμ! αυτό μόνο θα του 'πης; ... .Αι, να μη του 'πης πράμμα, είπε με τόνον χολιασμένου παιδιού. Δε θέλω να του 'πης πράμμα. Εθάρρεψες πως εμένα με κουράζει η δουλειά; Χαρά στη δουλειά! ταφτί μου δε δρόνει! Και εκινήθη διά να φύγη θυμωμένος. — Μα δεν μπορώ ... .πώς μπορώ να του πω τέτοια λόγια; Είπεν η Πηγή με θλίψιν.

— Ω, αχ, έκαμεν ο Μάχτος. — Διά μίαν αδελφήν; επανέλαβεν ο φρουρός. — Ναι, δι' αδελφήν, είπεν ο Μάχτος. — Σε λυπούμαι, φίλε μου, είπεν ο φρουρός. Και εκινήθη όπως απομακρυνθή. Ο Μάχτος τον εκράτησεν εκ της χειρίδος του χιτώνος. — Στάσου, είπε. — Τι θέλεις; — Ειξεύρεις πού θα την πάγουν; ηρώτησεν ο Μάχτος, λησμονήσας ότι την αυτήν ερώτησιν απηύθυνεν αρτίως ο φρουρός προς αυτόν.

Καταβάντες δε διά του χάσματος ευρήκαμεν τον Ραδάμανθυν ημιθανή εκ του τρόμου• ο δε Κέρβερος υλάκτησεν ολίγον και εκινήθη διά να ορμήση εναντίον μας, αλλ' εγώ έσπευσα και έκρουσα την λύραν και αμέσως η μουσική τον εγοήτευσε και τον κατεπράυνε.

Πόλεμος ακήρυκτος εξολοθρευμού εκινήθη εναντίον του υπό του συρφετού των αγυιοπαίδων. Όπου εφαίνετο τον υπεδέχοντο λίθοι, και όπου ίστατο τον εδίωκε λάκτισμα.

Τα τέκνα μου είνε αναρίθμητα. Και εκινήθη προς την θύραν, όπως εξέλθη. — Πού θα υπάγητε, ηρώτησεν η Αϊμά. — Θα υπάγω εις την οικίαν μου, οπόθεν ήλθα. — Και πού ευρίσκεται η οικία σας; — Είνε πολύ μακράν απ' εδώ. Η Αϊμά την ηκολούθησεν έξω της θύρας. Είδεν αυτήν λαβούσαν την οδόν, ήτις περιέκαμπτε τον λόφον, και γενομένην άφαντον όπισθεν της πρώτης καμπής. Είτα έτρεξε κατόπιν της.