United States or São Tomé and Príncipe ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τι πόρτο άτιμε! τι λιμάνι μου λες; Νομίζεις πως θα με γελάσης. — Όχι, σου λέγω πατέρα· είνε πόρτο μπροστά μας. Ο Βαλμάς δεν ήθελε να πιστέψη καθόλου. Απελπισμένος όμως έδραμε στο δοιάκι, έβαλεν όλη του τη δύναμι με φριχτό καρδιοχτύπι στα στήθη, με την ψυχή κουρασμένη από την προσδοκία και την αβεβαιότητα. Μα τίποτα δεν ξεχωρίζει πουθενά.

Ο Άνθρωπος εκείνος, Διδάσκαλε, εάν κατέπινε και πραγματικόν δηλητήριον, θα το εχώνευε χωρίς ουδεμίαν ενόχλησιν. Αρκεί να το είχε κλέψη. Και αρκεί να μη του έλεγε κανείς: — Άτιμε! το έκλεψες! Τετέλεσται! Ήτο καιρός να συρθώ και πάλιν προς τον ορνιθώνα, και πάλιν να θρηνήσω την πλάνην μου.

Δεν ήθελε με το καλό; Τότε θα την έπαιρνε με το στανιό. Την ήρπασεν από την οσφύν και την ανύψωσεν ως παιδίον. Και ήτο έτοιμος να την θέση ως δοκόν εις τον ώμον του και να διευθυνθή προς τα βουνά, αλλά την τιτανικήν του απόφασιν ανέκοψε δυσάρεστος εξαφνισμός. — Μωρέ άτιμε Πατούχα! ... εβρυχήθη από τον φράκτην φωνή γνωστή.

Εχώριζε το είνε του σε δυο, άδραζε ένας τον άλλον από το λαιμό, τον έσφιγγε με λύσσα, τον έφτυνε κατάμουτρα, θέλοντας να πλύνη τη ντροπή από πάνω του. — Άτιμε! ταρτούφο!.... θεομπαίχτη! .. . εψιθύριζε. Η λιτανεία ως τόσο ακολουθούσε το δρόμο της. Τώρα προχωρούσε μέσα στο χωριά, από τους κεντρικούς δρόμους. Το λιοπύρι άναβε τα καύκαλα.