United States or Djibouti ? Vote for the TOP Country of the Week !


και κάποιοι ανανοήθηκαν πιο πέρα και μαζεύτηκαν γύρω του δειλά κάποια κεφάλια νέα· και τον αέρα γεμίσαν οι φωνές: «Στο βασιλιά!» «Ποιο βασιλιάαγριεμένα ο νέος βρυχήθη. — «Τον άρχοντά μας θέλομε να βγη, τον πόνο μας να δη», βούισαν τα πλήθη. «Ποιον άρχοντα; άρχος είσαι μόνο εσύ!

Λόγο θα δώσης; Δεν τον ήθελες, τελείωσε... — Όχι, έχω να σου πω, ξαναείπε ο Γιώργης, για να καταλάβετε τι ανθρώποι είνε στον κόσμο. «Άκου, Σταύρο, του λέω λοιπόν, πόσο σε θέλομε στο σπίτι μας το ξέρεις. Κανένα παράπονο δεν έχω μαθές. Μα ο κόσμος είνε κακός.

Στην αισθητική ιδιοσυγκρασία το αόριστο είναι πάντα αποκρουστικό. Οι Έλληνες ήταν έθνος καλλιτεχνών, γιατί δεν τους δόθηκε η έννοια του απείρου. Όπως ο Αριστοτέλης κι όπως ο Γκαίτε ύστερ' από τη μελέτη του Κάντιου, θέλομε το συγκεκριμένο, και τίποτε άλλο απ' αυτό δεν μας ικανοποιεί. ΕΡΝΕΣΤΟΣ. — Τι λοιπόν προτείνεις να γίνη;

ΟΙΔΙΠΟΥΣ Αν δύναμαι, γερόντοι μου, να συμπεράνω αν και ποτέ δεν έτυχε να τον συντύχω, θαρρώ πως έχομεν εδώ, το βοϊδολάτη που θέλομε. Και στα βαθειά του γερατειά μοιάζει τον άνθρωπον αυτόν° στην ηλικίαν ίσος του. Και τον φέρνουνε δούλοι δικοί μου. Εσύ όμως, λέγω, δύνασαι καλύτερά μου να ξέρης, αφού κι άλλοτε τον έχεις ιδεί.

Τι πράμμα; απαντά ούτος, αφού επί στιγμήν εσκέφθη, ότι οι δισταγμοί του ήσαν εντελώς ανόητοι, τι πράμμα; ότι θέλομε κ' ημείς μέταλλο! νά τι πράμμα! — Δεν είνε 'ντροπή, καϋμένε; — Αν μας πάρη η 'ντροπή, φορούμε κόσκινα, απαντά άλλος, ενώ ο Γιακούπ, απαθεστάτην έχων την λογικήν αυτού, καίτοι αγανακτεί η καρδία τον, επιφέρει·

Αυτά είνε τα σωστά, παπαδιά, είπε ο Παπα-Παρθένης. Σα θέλομε να γελούμε τον εαυτό μας αλλάζει το πράμα. Η παπαδιά δεν πολυχώνευε αυτές τις κουβέντες. Εκείνο που την έσκαζε ήτανε πώς ο παπάς με τον κόσμο όλα τάβρισκε μέλι-γάλα, μονάχα στο σπίτι του έφερνε τον κατακλυσμό. — Σαν είνε σωστά, του είπε με θυμό, να τα λες στους Χριστιανούς. Να τους ανοίξης τα μάτια.

Θέλησα εκατό φορές να σκοτωθώ, αλλ' αγαπούσα ακόμα τη ζωή. Αυτή η γελοία αδυναμία είναι ίσως ένα από τα πιο απαίσια μας ένστιχτα· διότι, τι υπάρχει πιο ανόητο από το να κουβαλούμε διαρκώς ένα βάρος, που θέλομε πάντα να το ρίξομε από πάνω μας; να μας κάνη φρίκη η ύπαρξη μας κι' όμως να τη διατηρούμε; τέλος να χαηδεύομε το φίδι, που μας τρώγει, όσο που να μας φάγη ολότελα την καρδιά;

Κ' είπεν ο δύστυχος Πενθεύς: «τι θέλετε, γυναίκες;». «Τώρα θα 'δής τι θέλομε» τούπεν η Αυτονόη.

Απ' τα εβδομήντα κι' απάνω. Εγώ, να σας χαρώ, τη φροντίδα τούτη θα τη λάβω σε πέντ-έξη χρόνια. Και πάλι βλέπομε. ΔΩΡΑΔεν είν' αυτό. Ο μπαμπάς είναι υπερβολικός. Εγώ αγαπώ πολύ τις δεσποινίδες Μιστρά. ΝΙΚΟΣΑν τις αγαπάτε δεσποινίς, θα το αποδείξετε. ΔΩΡΑΕίμαι έτοιμη με κάθε τρόπο. ΜΙΣΤΡΑΣΕδώ σε θέλω, κοκκώνα μου. Τα λόγια, βλέπεις, δεν έχουνε πέραση. Θέλομε αποδείξεις.

Δε μας γνωρίζει κανένας εδώ γύρα! Η Ξενιτειά μας αδερφόνει όλους... Ο καρβανάρης άρχισε ν' αποράη με τη νοημοσύνη του μικρού κριτή και λέγει μέσα του! — Μπρε, το παλιόπαιδο! Αυτό είναι σοφό! — Θέλετε να σας κάνω την κρίση; — τους ρώτησε σοβαρά σοβαρά. — Θέλομε, — του απολογήθηκαν, — κι' ότι μας πης θ' ακολουθήσωμε. Έτσι κάναμε και στον πατέρα σου.