United States or Turkmenistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κανένας τους όμως, μήτ' ο γέρος ο άρχοντας, μήτ' ο επίτροπος δίπλα του, μήτ' ο γιατρός παραπέρα, μήτ' ο πραματευτής παρακείθε, αχ, μήτε ο φωτισμένος ο δάσκαλος, δε θα ξεστομίσουν τη λέξη την τρομερή που κρύβει μέσα της καταστροφή και κατακλυσμό για την ώρα, ειρήνη κι ανθρωπισμό για κατόπι. Ας την αφήσουμε και τη ρωμαίικη την Αγορά. Την είδαμε και τη Ρωμιοσύνη.

Ήμουνα άξιος εγώ να παρουσιάζωμαι στο Θυσιαστήριο του Θεού; Ας όψωνται αυτοί που με παρακίνησαν, έλεγε στους δικούς του, στην παπαδιά, σε κάτι ανηψίδια του. Τι να κάνης; «Και παπάς έγινες, Κώστα; Έτσι τώφερε η κατάρα». Να τρώμε τις προσφορές των χριστιανών και να ντροπιάζωμε την ιερωσύνη. — Πες μου τον καλύτερο! του είπε μια μέρα η παπαδιά. Όλο τον κατακλυσμό φέρνεις...

ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Συνέσιος και Χρυσόστομος Πάντα από τη μεριά της αλήθειας και της δικαιοσύνης πολεμούσε το Έθνος με τους ηρώους που φυσικό του είταν απαρχής να γεννάη και να θρέφη, και πάντα τα στεφάνωσε η νίκη τα δοξασμένα του τέκνα, μα ας είταν και Γότθοι οι αντίπαλοί τους. Πασκίσαμε στάλλο κεφάλαιο να δείξουμε πώς το Έθνος δεν πνίγηκε μέσα σε κείνον τον κατακλυσμό.

Το πιστό του το νιστέρι, Που χυμάει σαν το ξεφτέρι, Και βουτάει ως το λαιμό· Και το μέγα του αγκλυστήρι, Οπού δεν κρατάει χατίρι, Και αναβράει κατακλυσμό, Είναι αμίμητα εργαλεία, Και σαν ταύτα η χειρουργία Σε κανένα της καιρό, Σ' όσους έλαβε οπαδούς της, Και μεγάλους και μικρούς της, Να τα ίδε, δε θαρρώ.

Καταχωνιάζουνταν το λοιπό στον κατακλυσμό κι ο Ελληνισμός, κ' έλεγες πνιγότανε μέσα στα βαρβαρικά κύματά του. Κι ως τόσο, ας το πούμε θάμα και τούτο, — αυτός που ως την ώρα μήτ' ο ίδιος δε σήκωσε χέρι να διαφεντέψη το είναι του, μήτ' από ξένον προστάτη άλλη βοήθεια δεν έλαβε παρά χάδια και καλοπιάσματα, πρόβαλαν άξαφνα τώρα δυο πρωτοφανέρωτες δύναμες και τονέ γλύτωσαν, και μάλιστα τονέ δόξασαν.

Σκόρπα τον, τρέλλα, το νου μου! Μαύρο σύννεφο κάμε τονα, κι ας ξεσπάση να χύση κατακλυσμό δάκρια πάνω στα μνήματα των παιδιώ μου! Γαρουφ. Κερά μου, για χάρη της μονάκριβης κόρης σου, και για την ψυχή των αγοριώ σου που τα πήρ' ο Θεός κοντά του, μην αφίνης τη θλίψη να σε παρασέρνη σε τόσο βάθος. Κάμε καρδιά, κερά Δέσπω, και μην ξεχνάς πόσες μάννες μυρολογάνε μαζί σου αυτές τες μέρες. Δέσπω.

Η αγάπη εκείνη, η λατρεία εκείνη του Χριστού, της Θεομητέρας και των Άγιων, ο ορθόδοξος ο τύπος που την περιτύλιγε αυτή τη λατρεία σαν ιερός πέπλος υφασμένος με το πολύτιμο νήμα της εθνικής μας ζωής, όλ' αυτά τόσο βαθιά ριζοβολήσανε μέσα στην καρδιά, μας, που κατάντησαν πάθος, — σήμερα θα τονέ λέγαμε φανατισμό, — και θα είταν ίσως άκαρπος φανατισμός, α δε δούλευε για μεγάλο σκοπόνα γλυτώση το έθνος από τον πιο φοβερώτερο κατακλυσμό που πλάκωσε το μεσαίωνα, τον κατακλυσμό της Δύσης.

Πού θα με πάτε τώρα, τους λέω, με τέτοιο κατακλυσμό; Μείνετε μέσα ώσπου να καλοσυνέψη, κ' ύστερα ό,τι θέλετε κάμετε. Ο άντρας μου κοίτεται λαβωμένος, ποιόνα φοβάστε; Τι τα θες, παιδί μου, με ξαναφέρανε μέσα. Και σαν τους λύκους πέσανε στο φαεί που μαγείρευα. Τους αφίνω και τρων οι έρημοι, και με δαδί στο χέρι πηγαίνω κατά την πόρτα να ρίξω μια ματιά του Γιωργάκη μου.

Αυτά είνε τα σωστά, παπαδιά, είπε ο Παπα-Παρθένης. Σα θέλομε να γελούμε τον εαυτό μας αλλάζει το πράμα. Η παπαδιά δεν πολυχώνευε αυτές τις κουβέντες. Εκείνο που την έσκαζε ήτανε πώς ο παπάς με τον κόσμο όλα τάβρισκε μέλι-γάλα, μονάχα στο σπίτι του έφερνε τον κατακλυσμό. — Σαν είνε σωστά, του είπε με θυμό, να τα λες στους Χριστιανούς. Να τους ανοίξης τα μάτια.