United States or Haiti ? Vote for the TOP Country of the Week !


Στην άκρη κάμπου διάπλατου, σε ριζοβούνι δίπλα, Κένταγε λίμνην ώμορφη, σα νύφη στολισμένη, Μ’ άλλα νερά κατάργυρα, μ’ άλλα νερά γαλάζια, Κι’ απάνω της να τρέχουνε βαρκούλες πέρα-δώθε, Άλλες με κάτασπρα πανιά, σαν άσπρα περιστέρια, Κι’ άλλες μ’ ολάργυρα κουπιά να δέρνουν τα νερά της... Γλυκά ανακαθρεφτίζονταν στες λαμπερές της άκρες, Λόγγα, χωριά, βουνόπλαγα, ράχες και κορφοβούνια, Κοπάδια γιδοπρόβατα κι’ αμέτρητες αγέλες, Και σε μιαν άκρη απλόνονταν πανώρια πολιτεία , Με σπίτια μαρμαρόχτιστα και κάστρο αρματωμένο.

Κένταγε κι’ ωριοκένταγεν η λυγερή Χρυσάιδω, Τ’ ώριο μαντήλι του γαμπρού, του γάμου τους το δώρο, Μ’ ολόχρυσες κι’ ολάργυρες κλωστές και μεταξένιες, Οπού είχαν τόσα χρώματα, όσα και τα λουλούδια Των λειβαδιών την άνοιξη, το Μάη, το καλοκαίρι, Στη μια την άκρη το Σταυρό, στην άλλη το Βαγγέλιο, Και μες στη μέση από τα δυο Χριστό και Παναγία, Κι’ ανάμεσα από το Χριστό κι’ από την Παναγία Γάμου στεφάνια ολόχρυσα, σταυροστεφανωμένα.

Ανάμεσα από τα χωριά και μεταξύ στους κάμπους Κένταγε κι’ ωριοκένταγεν ένα αργυρό ποτάμι, Μ’ αυλάκια, με παραύλακα και με πολλά γεφύρια, Με καταρράχτες τρύψηλους, που πέφτουν αφρισμένοι, Σε μύλους, σε νεροτροβές και σε πολλά μαντάνια, Κι’ απόδιπλα του ποταμού, κατά σειρά στους όχτους, Χιλιάδες δέντρα πράσινα: ιτιές, πλατάνια, λεύκες, Κι’ απάνω στα κλωνάρια τους να στέκουν, να πετούνε Χίλιων λογιών πετούμενα, χιλιών λογιών πουλλάκια.

Κένταγε κι’ ωριοκένταγε μ’ υπομονή μεγάλη Θάλασσα απέραντη, πλατειά, βαθύμακρα λιμάνια.

Κένταγε κι’ ωριοκένταγεν η λυγερή Χρυσάιδω, Πανώρια κόρη προεστού, μοναχοθυγατέρα, Οπού δεν είχε ταίρι της σ’ Ανατολή και Δύση Στην ωμορφιά και στην τιμή και στο γλυκό τραγούδι, Κι’ απάνω στα κεντήματα, και στα ξομπλιάσματά της Γλυκό τραγούδιν έδερνε, τραγούδι της αγάπης Με μια φωνή χαρμόσυνη, σαν απ’ αγγέλου στόμα.

Κένταγε κι’ ωριοκένταγε μεταξωτό μαντήλι, Που είταν ψιλό και διάφανο, σα φεγγαριού αχτίδα, Πούχε το χρώμα του χιονιού, του Ήλιου τη λαμπράδα, Μαντήλι μοσκομάντηλο, μαντήλι της αγάπης, Που θάδινε του Κωσταντή, του αρραβωνιαστικού της, Τη μέρα, που θα φόρεγαν τα τίμια τους στεφάνια, Και θα τους βλόγαε ο παπάς με το δεξί του χέρι, Μπρος το Βαγγέλιο το ιερό και μπρος στην Παναγία, Και στον αφέντη το Χριστό και σ’ όλους τους Αγίους.