United States or Faroe Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


.... Ανήμερα τ' Άη-Γιαννιού η «Αθηνά», καμαρωτή και περήφανη, με γάπιες και παπαφίγκους, έβγαινε πρίμα από το λιμάνι για το πρώτο της ταξίδι. Καπετάνιος ο Μοναχάκης ο Κουμιώτης. Όλο το νησί είχε κατεβή κάτω στο γιαλό. Ο Μαστρο-Γιαλής κάτω στην αμμουδιά κουνούσε το μεγάλο κόκκινο μαντήλι του. — Ώρες καλές! Καλορρίζικα, Μοναχάκη! Την καλύτερη κοπέλλα της Σκιάθος εσύ την πήρες.

Μα η Ουρανίτσα έκανε το χειρότερο ταξίδι από όλους. Ανάμεσα ουρανό και πέλαγο, κινδύνευε και θαλασσοπνιγότανε. Και το σπίτι ταξίδευε κι' αυτό, ταξίδευε με το σορόκο, σάλευε αλάκερο, έκανε νερά. Ο καπετάν Λαλεχός σήκωσε τα μάτια του από την πετονιά σ' ένα τρίξιμο δυνατό που έκαναν τα πορτοπαράθυρα. — Πρίμα ταξιδεύουμε! είπε, δεν έχομε ανάγκη. Ας φυσάη ως που να σκάση.

Εγώ θα είμαι ξυπνητός απ' τη μια, είπεν ο ιερεύς, γιατί έχω το ξυπνητήρι μου... κ' έπειτα είμαι και μοναχός μου ξυπνητήρι. Μα σταις τρεις είνε πολύ νωρίς. Να χαράξη, Στεφανή, και μπαρκάρουμε. — Σταις τρεις, σταις τέσσαρες, παπά, για να μην πέση αέρας, να τον έχουμε πρίμα ως ταις Κουκ'ναριαίς, νάχουμε μέρα μπροστά μας. Από κει ως το Μανδράκι, κι' ως τον Ασέληνο, τραβούμε σιγά-σιγά με το κουπί.

Η Ουρανίτσα γύρισε το πρόσωπό της. Ο πατέρας της αυτή τη στιγμή της φαινότανε σαν ξένος και σαν εχθρός. Καλά έλεγε η μάννα της: «Ξεκούτιανε ολότελα». — Είνε κακός καιρός στο πέλαγο; είπε σε λίγο χωρίς να γυρίση να τον κυττάξη. Του καπετάν Λαλεχού καρφί δεν του καιγότανε. — Καλός-κακός, εμείς πρίμα ταξιδεύομε, είπε πάλι. Τι σε μέλει; Γύρε να κοιμηθής. Η Ουρανίτσα έβραζε μέσα της.

Ο καπετάν Λαλεχός, ο πατέρας της, δεν καταλάβαινε από γυναίκειους καϋμούς. — Αμ' σπίτι είνε αυτό, για καράβι; μουρμούρισε. Τέτοιες φουρτούνες ούτε στο πέλαγο τις απάντησα, πενήντα χρόνων καπετάνιος. Καλοτάξιδο όμως. Με όλους τους καιρούς ταξιδεύει. Πάντα πρίμα, δόξα νάχη ο Θεός. Κ' έστρηβε ο καπετάν Λαλεχός τις αλογότριχες κ' έβγαιναν οργιές- οργιές οι πετονιές.

Της θυσίας αυτής το λόγο δεν τον βλέπω. . . Τι γυρεύετε να κάνω; ΚΟΥΒΙΚ. Αντί να σε κλειδώσουνε στη φυλακή, με χιτωνίσκο μούτσου θα σε οδηγήσω στον λιμένα κι' ίσαμ' ο Καίσαρας να μάθη τη φυγή σου, περασμένα θάχης του Αλιάκμονα τα στόμια. Φυσάει πρίμα από το μεσημέρι ο αέρας. Σταματάει το καράβι τούτο μια στην Κρήτη κι' έπειτα σ' ένα ξερόνησο που τ' ονομάζουνε Μελίτη.

Την άλλη μέρα η σοροκάδα έγινε με τα όλα της φωτιά. Ένα μπάρκο και μια γολέττα Γαλαξειδιώτικη, που τους ακολουθούσαν, τούδωκαν στα πρίμα, πόδισαν. Ο λοστρόμος άρχισε να τα χρειάζεται. — Καπετάνιο, η γολέττα και το μπάρκο, πρωτοτάξιδο μπάρκο! τούδωκαν, πάνε.

Εντός χαλάσματος ολίγον κατωτέρω ην το χειμαδιό. Από την ανατολικήν άκραν του στενού, ενώ οι ποιμένες εθερμαίνοντο, εφαίνετο μέρος του πελάγους ευρύ. — Νά το ακόμα το καράβι, είπεν αίφνης υπεγερθείς ο έτερος των ποιμένων. Τώδωκετα πρίμα.

Εδώ σκοντάφτεις στο δρόμο που περπατάς μέρα μεσημέρι. Όχι στη θάλασσα, στα σκοτάδια και στις καταχνιές. Κι' άρχιζε πάλι ατέλειωτες ιστορίες. Τελειωμό δεν είχε. Εκατό φορές τα είχε πει και ξαναπεί και πάλι άρχιζε ξαναρχής. Και τη Γοργόνα ακόμη και τη Γοργόνα την είχε δει. — Ο Θεός με φώτισε, παιδί μου. Καθόμουνα απάνω στο κάσσαρο. Ταξιδεύαμε πρίμα. Μια βραδυά χαρά Θεού.

ΑΣΤ. Γλέπεις μουρέ το διάολο αμόρ' οπού του έχει; Το δάκρυ απ' τα μάτγια τζη σαν το ποτάμι τρέχει. Γλέπεις γιαμά σεσιμπιλτά αμόρ δε πρίμα κλάσε Τέτοια αμορόζα ν' άχες μια φελίτζες ήθες ν' άσαι. Τούττο μίο ποσίμπιλε κάμω το παν τζη τάζω, Να γένω αμορόζος τζη.. θα γένω.. νον ζε κάζο. Κανέλα, Κρης και Γαρούφω. ΚΑΝ. Λιγώθηκα μανούλα μου νερό δο μου λιγάκι.