United States or Bulgaria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Απαρατάω το ραβδί, κρεμάω τον αραγό μου, Την κόρη αρπάζω οχ' τα μαλλιά, και την φιλώτα χείλια. Κ' έβαψαν και τα χείλια μου. Βοσκαρούδικα κοπέλλια, έτσι η στάνες να πληθύνουν, Να προκόψουν, να χιλιάσουν τα καλά σας τα κοπάδια, Πέτε, αυτό το μονοπάτι πού να πάη, γιατ' είμαι ξένος. — Στο Παλιόκαστρο, διαβάτη. — 'Σ τα Χαλάσματα ψηλά. — Τώρα σούρπωσε, νυχτώνει, πού θα περπατάς μονάχος;

Η κατάσταση δεν είναι δω καθόλου φυσική περπατάς πάντοτε με σκυμένη τη ψυχή στα χαμηλά αυτά διαμερίσματα. Μέσα στο υπόφραγμα υπήρχε πολυμορφία σε κίνηση. Οι ναύτες παραμερίζανε πολλές φορές και σιάχνανε την στάση του σώματός τους για να περάσει ο ανώτερος. Τους κατώτερους τους έσπρωχναν. Από τους ίσους ζητούσαν κάποτε συγγνώμη. Μπροστά στους φίλους μεταμορφώνανε το πρόσωπό τους σε χαμόγελο.

Εδώ σκοντάφτεις στο δρόμο που περπατάς μέρα μεσημέρι. Όχι στη θάλασσα, στα σκοτάδια και στις καταχνιές. Κι' άρχιζε πάλι ατέλειωτες ιστορίες. Τελειωμό δεν είχε. Εκατό φορές τα είχε πει και ξαναπεί και πάλι άρχιζε ξαναρχής. Και τη Γοργόνα ακόμη και τη Γοργόνα την είχε δει. — Ο Θεός με φώτισε, παιδί μου. Καθόμουνα απάνω στο κάσσαρο. Ταξιδεύαμε πρίμα. Μια βραδυά χαρά Θεού.

Τότε ύψωσε την κεφαλή, στο γέρικο του αγκώνα 80 ακουμπιστός, και ρώτησε το γιο τ' Ατρέα κι' είπε «Πιος είσαι εσύ που περπατάς στα πλοία ομπρός μονάχος μέσα στης νύχτας την καρδιά, π' όλοι οι θνητοί κοιμούνται; Μην κάνα σύντροφο ζητάς; μην έχασες μουλάρι; Μίλαάφωνος μην προχωράςκαι πες μου, τι γυρέβεις85

Σε σκιάζουν τ' ανεμόβροχα, σε σκιάζουν η χιονούραις, Γιατί δεν έννοιωσες εσύ 'ςτά σωθικά σου ακόμα Τη φλόγα εκείνη, τη γλυκειά, οπού τη λεν: — αγάπη, Δεν έτυχε ποτές εσύ να περπατάς τη νύχταέρημα μέρη, αδιάβατα, 'ς απόσκια μοναχός σου, Να ιδής της νύχτας της Ξωθιαίς, της ώμορφαις Νεράιδες, Να λούζουνται 'ςτά ρέμματα με ζάρκα τα κορμιά τους, Κι' απ' την πολλήν την ωμορφιά να λάμπη ο τόπος γύρα, Και να μοσχοβολά η ερμιά απ' τη μοσχοβολιά τους.