United States or Guinea-Bissau ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εδώ σκοντάφτεις στο δρόμο που περπατάς μέρα μεσημέρι. Όχι στη θάλασσα, στα σκοτάδια και στις καταχνιές. Κι' άρχιζε πάλι ατέλειωτες ιστορίες. Τελειωμό δεν είχε. Εκατό φορές τα είχε πει και ξαναπεί και πάλι άρχιζε ξαναρχής. Και τη Γοργόνα ακόμη και τη Γοργόνα την είχε δει. — Ο Θεός με φώτισε, παιδί μου. Καθόμουνα απάνω στο κάσσαρο. Ταξιδεύαμε πρίμα. Μια βραδυά χαρά Θεού.

Των τράκων οι λαχτάρες και της ξέρας τα παραμονέματα και της φωτιάς η τρεμούλα μαζί τους γέρασαν. Η ξενητειά μαζί τους μάρανε και η πατρίδα μαζί τους καλωσώρισε. Τριάντα χρόνια μια ζωή! Κ' έλεγε καμμιά φορά, ολόρθος, πίσω στο κάσσαρο, ο Καπετάν- Μοναχάκης στριφογυρίζοντας στον αέρα το κομπολόγι του και μασώντας το μουστάκι του: — Αγάντα, καϋμένη Αθηνά. Μαζί γεράσαμε, μαζί θα πεθάνωμε.

Καθώς στεκότανε πίσω στο κάσσαρο με το ψηλό του κορμί τσακισμένο σε δύο, τάσπρα μαλλιά και τα λίγα ψαρά γένεια ανακατωμένα από τον άνεμο, με τα μάτια βαθουλωτά και σκαμμένα ολοτρόγυρα, με τα σαγόνια σφιγμένα από τον πόνο, έννοιωσε κάποιο βαθύ περόνιασμα στα κόκκαλα. Χλωμός σαν το αγιοκέρι δεν ήταν πια ο Καπετάν-Μοναχάκης. Αγνώριστος. Το καταλάβαινε και μονάχος του. «Πάει σωθήκανε τα ψέμματα.

Ο θάνατος τον έζωνε, τα Μυστήρια του φαινότανε πως έκαιγαν σα φωτιά το κούτελο του. Είχε ιδεί πολλές φορές τον θάνατο με τα μάτια του. Ποτέ όμως τόσα άγρια, τόσο κρύα. Μια φορά το κύμα χύμηξε ζωντανό, αφρισμένο, άρπαξε τον κουνιάδο του απάνω απ' το κάσσαρο, τον ρούφηξε, τον κατάπιε· πάει, χάθηκε. Αυτά έχει η θάλασσα.

Ο λοστρόμος ακουμπησμένος αριστερά στην κουπαστή, γαντζωμένος από ένα σχοινί, μια έβλεπε τη θάλασσα και μια τον Καπετάν-Μοναχάκη και κουνούσε το κεφάλι του. Το κρατούσανε τραβέρσο. Ο Μοναχάκης από το κάσσαρο κύτταζε στο πέλαγο, σαν να μετρούσε ακόμα τα κύματα ένα-ένα, περιμένοντας το τελευταίο. Το ένα πιο βουνό από τάλλο. Πλάκωναν σα θερία λυσσασμένα.