United States or Finland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σωκράτης Επειδή και οι Σκύθαι ένεκα τούτου τας οικίας δεν θεωρούσι χρήματα, διότι δεν έχουν χρείαν οικίας, ούτε Σκύθης ανήρ θα προετίμα να υπάρχη εις αυτόν ωραιοτάτη οικία μάλλον από μίαν γούναν δερματίνην• διότι η μεν γούνα δι' αυτόν είναι κάτι χρήσιμον, η δε οικία άχρηστον.

ΒΑΣΙΛΕΑΣτης νεότητος τον σκούφον απλό γαϊτάνι, και όμως χρήσιμο στολίδι· ότ' η φαιδρή και αμελημένη ενδυμασία 'πού η νεότης φορεί, την χάριν της αυξαίνει, καθώς η γούνα και τα μαύρα ρούχα δίδουν υγείαν κ' ήθος σοβαρό του ωρίμου ανθρώπου.

Είταν εκεί η φωτογραφία του Σβεν με τη μακριά ποδίτσα του κι άλλη με τη μικρή του γούνα, καθώς έστεκε απάνω σ' ένα κάθισμα και μισοέκλεινε τα μάτια θαμπωμένα από τον ήλιο που έλαμπε στο χιόνι. Μα όλες οι εικόνες είταν από τον καιρό της νιότης και της ευτυχίας, όταν ακόμα δεν είχε συμβεί τίποτε που να μπορούσε να ξεσκίση τους δεσμούς, που μας ένωναν ακόμα όλους.

Ο σκύλος χαίρεται το φως μέσα στη γούνα του, και το μαλλί του γυαλίζει σαν μετάξι. Απ' τη μεγάλη πόρτα του μεγάρου βγήκε μια παχουλή υπηρέτρια, με κόκκινα δροσερά μάγουλα. Έδωκε με καλωσύνη μια φέτα ψωμί κ' ένα κομμάτι κρέας στο ζητιάνο και πέταξε με περιφρόνησι ένα κόκκαλο στο σκύλο. Ο άνθρωπος πήρε το κομμάτι το κρέας, με ντροπή, κι αναστέναξε, σαν να τούδιναν φαρμάκι.

Δόξα τω Θεώ ετελείωσε κ' εκείνο και ήρχισεν ο κόσμος να φεύγη. Επήγα να φέρω την γούνα της γυναικός μου, την εκουκούλωσα και εβαδίζαμεν προς την θύραν, όταν μας έφραξαν τον δρόμον τρεις χορευταί, ισχυριζόμενοι ότι απέμενε να χορευθή το galope finale και ότι η κυρία μου το είχεν υποσχεθή και εις τους τρεις. Εκείνη δεν ενθυμείτο καλά.

Έρχεται ο Χάρος και του κάκου! Όλα, όλα τα ξαναβλέπω με μιας. Τα χαρούμενά μου τα νιάτα, τη ζωή μου από παιδί. Κάθουνταν ο παπούς απάνω στο σοφά και μ' έπαιρνε στη γούνα του μέσα και κρύφτουμουν και γελούσε ο παπούς! Αχ! όλα, όλα τα θυμούμαι. Πόσο μ' αγαπούσε! Κάτω, εκεί κάτω στον μπαξέ μας, τι πρασινάδα που είταν! Πήγαινα κ' έτρωγα ερίκια. Άγουρα τα διάλεγα και μου άρεζαν.

Ολοένα κι ο ουρανός απάνω, χωμένος μες τη χειμωνιάτικην τη γούνα του, λες κ' εχαιρότανε κι αφτός με τον τρελό τους πόλεμο, έστελν' έστελνε ολοένα, άπλωνε, σώριαζε άφτονα πυκνά πολεμοφόδια, στους αντρειωμένους του πολεμιστάδες κάτω.

Με σκέλη, σαν άνθρωπος, και η πλέγες του, σαν χέρια! ζεστό, μα την αλήθεια! αλλάζω γνώμη τώρα· τούτο δεν είναι ψάρι, είν' ένας κάτοικος του νησιού, που προ ολίγου κάτι θα έπαθε από το αστροπελέκι. Ωιμένα! Νάσου πάλι η κακοκαιρία! καλύτερα να χωθώ αποκάτου από τη γούνα μου. Άλλο καταφύγιο δεν είναι εδώ τριγύρου.

Το λιοντάρι που τους έδωσε τη στάση του, η λεοπάρδαλη που τους χάρισε τη γούνα της, πρόγονοι βασιλικοί, βηματίζουν στον ύπνο των γάτωνκαι τότε οι γάτοι, ξυπνώντας, σηκώνουν περήφανα το κεφάλι και δοκιμάζουν τα νύχια των για πόλεμο.

Περσότερα δε θυμόμουνα, παρά μόνο μια τραχηλιά από μαύρη γούνα, ένα ζευγάρι μαύρα μακριά γάντια και το σφίξιμο ενός χεριού, που έδινε την ξαφνική και δυνατή εντύπωση ενός κάτι άγρυπνου, αληθινού και γεμάτου ειλικρίνεια. Από το εξωτερικό της δε μου έμεινε στο νου άλλο τίποτε, τόσο που έπειτ' από λίγες μέρες πέρασα κοντά της χωρίς να τη γνωρίσω.