United States or United States Virgin Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Απεκρίθη η Γερακούλα και κατήλθε, σύρουσα την ξένην προς την θύραν βιαίως. Κ' επανελάμβανε·Ψόφησε! Εν ω αντήχει ο φοβερός τριγμός των ροκανιζομένων φύλλων. Κατά πρόληψιν παλαιάν δεν πρέπει «ξένο μάτι» να ίδη το καματερό.

Και προσέχουν να είνε τρυφερά και δροσερά, διότι τα πανιασμένα δεν τα τρώγουσιν οι ευγενείς μεταξοσκώληκες. Αυτό είνε το καματερό. Και πράγματι κάματος και πόνος συνοδεύει την ανάπτυξίν του. — Πάλι για φύλλα Μα! έλεγε κάθε πρωΐαν η Ελένη προς την μητέρα της. Και έσπευδεν η Γερακούλα και αι θυγατέρες της εις την άμπελον και εις την Κεχρεάν, όπου είχον χλοεράς συκαμινέας.

Να ιδώ πλειο το καματερό σας, είπε ποτε εισελθούσα η γραία γειτόνισσα αίφνης, ευρούσα την θύραν ημιάνοικτον, εν ώ η Γερακούλα αναιβασμένη επί καθίσματος υψηλού, ανεσκάλευε τους ακαμάτες εν τη επάνω καλαμωτή. Και επειδή η Γερακούλα δεν ήκουσεν, επανέλαβεν η γειτόνισσα πλησιάζουσα: — Να ιδώ το καματερό σας πλειο! — Ου! δεν έχω, δεν έχω. Ψόφησε, το πέταξα.

Όσαι είχον άνδρας, έστειλαν βεβαίως τους άνδρας των, αλλ' όσαι δεν είχον, ή ηγόρασαν φύλλα παρά τινων αγαθών γειτονισσών ή εγκατέλιπον τα καματερά εις την τύχην των. Και ήκουες: — Πάει το καματερό! — Αρί-καϋμένη, πάει πλειο. Κρίμα και κρίμα! Και ηκούσθη και γραία τις θρηνούσα αληθώς υψηλά εις τον βράχον ως επί απωλεία ανθρώπου επανειλημμένως οδυρομένη «Καματερό μου, καματεράκι μου

Αρί-σείς, κορίτσια, δος τε μου κ' εμένα δυο φ'λλάκια πλειο. Αρί-σείς θα ψουφίσ' 'κεινουδά του καματερό. Νεάνις τις, φορτωθείσα τον σάκκον μετά της νεαζούσης εκείνης προθυμίας και ορμής, την ετσαλαπάτησε την γραίαν ολολύζουσαν. Αλλ' αυτη ηγέρθη πάλιν και απετείνετο προ άλλην τώρα νεανίδα. — Αρί-σείς, κορίτσια, δυο φ'λλάκια πλειο.

Αναβιβάσασα επί οναρίου τον καπετάν-Θοδωρή, πληρώσαντα καλώς έν ωραίον τρομπόνιον, το μόνον λείψανον του απολεσθέντος βρικίου του, εξήρχετο μετά της μεγαλειτέρας των θυγατέρων της και συνέλεγε φύλλα εις τα πλησιέστερα κτήματα, δίδουσα αυτά εις το καματερό της μετά φειδούς. Εις το μέγα κτήμα όμως, εις την Κεχρεάν, δεν ετόλμησε να μεταβή.

Άλλοτε πάλιν εφρόντιζε διά πανίων να περιφράξη τας καλαμωτάς, όταν ποτέ εσύριζεν ο βορράς και χειμών όψιμος προηγγέλλετο. Και περιέφρασσε και τας θύρας ακόμη και τα παράθυρα. Τόσον το λεπτοϋφές, το μεταξωτόν καματερό επηρεάζεται εκ του ψύχους.

Καλά που ήλθατε, είπε την τελευταίαν στιγμήν η έξω πρότερον αναμένουσα. Μου είπανε πωςτην Κεχρεά μας τα μαζώξανε τα φύλλα. — Αύριο πρωί-πρωί θα πάμε όλοι· απήντησεν η ηλικιωμένη γυνή. — Σου φέραμε κάτι φύλλα, Φανιώ, είπεν η μεγαλειτέρα των νεανίδων, που το καματερό μας θα βρη τη χαρά του. Να ιδής μεγάλα και τρυφερά. Γυρίσαμε όλη τη Γλώσσα.