United States or Vanuatu ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πλήθος αυλάκια αφρόδροσα, οπ' έρχονται από τα κεφαλόβρυσ' απάνου κι οπ' αυλακώνουν εδώ κ' εκεί ολούθε τα πλάγια εκείνα, ξύπναγαν στα πατήματα του λιθοφορτωμένου κόσμου και με τα τρυφερά τους μουρμουρητά έλεγες ότι τόνα ρωτάει τάλλο, νυσταγμένο το μαύρο ακόμα, για το ξαφνικό εκείνο και παράωρο ποδοβολητό του λαού.

Το σεβάστηκαν το θέλημα της χαροκαμένης κι αποτραβηχτήκανε με το στανιό και μ' αγριεμένα μουρμουρητά οι Παραμυθιώτες. Εκεί όμως που κοίτουνταν ακόμα η Ασήμω λιγόθυμη, έρχεται αλάθευτο βόλι μακρόθε και της ταφίνει μια για πάντα κλεισμένα τα πανώρια της μάτια. Πέρασε η μέρα εκείνη με τάγρια τα ξεφαντώματα, που τάχα γλύτωσε το χωριό.

Πλήθος αυλάκια αφρόδροσα, οπ' έρχονται από τα κεφαλόβρυσ' απάνου κι οπ' αυλακώνουν εδώ κ' εκεί ολούθε τα πλάγια εκείνα, ξύπναγαν στα πατήματα του λιθοφορτωμένου κόσμου και με τα τρυφερά τους μουρμουρητά έλεγες ότι τόνα ρωτάει τάλλο, νυσταγμένο το μαύρο ακόμα, για το ξαφνικό εκείνο και παράωρο ποδοβολητό του λαού.

Αντιλαλούσανε φωνές από τόπο σε τόπο, οι εργάτες που άρχιζαν και ξυπνούσαν, οι γυναίκες που τους τοίμαζαν το φαεί. Και στο χαμώγι του κάτω, και κει μουρμουρητά και σαλέματα. Κατεβάζει το τουφέκι του, χώνει στη ζώνη πιστολομάχαιρο, ξαναμαντιλώνει το κεφάλι του, κ' ίσια κάτου, από τη ξώσκαλα που έχει κάθε σπίτι στα μέρη εκείνα.

Στην εκκλησιά πάλε εκείνη την πρωινή, που από τον όρθρο πήγε και στάθηκε η θεια Πασκαλιά στο στασίδι της, μεγάλο και πολύ σούσουρο ταπολείτουργο. Μα και στη λειτουργιά απάνω κάτι μουρμουρητά κρυφοδιάβηκαν από δω κι από κει, κι ώσπου να πη ο Παπά Χαράλαμπος το στερνό στερνό του Αμήν, τόξερε όλη η εκκλησιά, γυναίκες, άντρες, ψαλτάδες, ίσως κι ο ίδιος ο Παπάς, πως ο Πανάγος κ' η Ασήμω τα ψήσανε.

Σαν πέρασαν τα κλάματα κ' οι ραβδιές, άλλο πια δεν άκουγε ο Παυλής παρά τα γέρικα τα μουρμουρητά από μπρος, πουλιά και τζιτζίκους στα δέντρα, πετεινούς κι ορνίθια στη γειτονιά, και τα περονομάχαιρα που χτυπούσανε στρώνοντας το τραπέζι στη μεγάλη την κάμαρα. Φωνάζει άξαφνα ο νωνός του, που γυρίζει μέσα στον ήλιο.

Σάνε γύρισε μεσημέρι και σηκώθηκαν τα δυο ταδέρφια να κινήσουν κατά το σπίτι τους, τους ξεπροβόδωναν ο Μιχάλης κ' η γυναίκα του ως όξω από την πόρτα, και δος του πια τότε μουρμουρητά και χειρονομίες. — Άφησέ με και τα βολέβω, ακούστηκε κ' έλεγε ο Πανάγος πηγαίνοντας.

Το νερό αργοκίνητο, χωρίς μουρμουρητά ή παράπονα, περνούσε αφλοίσβητο ανάμεσα στις πρασινάδες. Κάτω από τον ήλιο ο Ποταμός φορούσε τα χρυσάφια του και στολιζότανε με διαμάντια και με ζαφείρια· κάτω από το φεγγάρι έβαζε τασημένια του και φορούσε τα οπάλια και τα μαργαριτάρια του· μέσα στο σκοτάδι της νύκτας ντυνότανε τα μαύρα του βελούδα, κεντημένα με χρυσά άστρα.