United States or Tuvalu ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όι, όι, δε θέλω λόγια· φθάνουν τα όσα έχω ακουσμένα. Μα κη μάνα μου θα στενοχωρηθή. Άρχισε να κλαίη και σπόγγισε τα δάκρυα με την ποδιά της. Έπειτα μούπε: — Άιντε, Γιωργή μου, πήνε να πάω κεγώ στη δουλειά μου. Δε θέλω να μάςε δούνε. Και θα σου πω 'γώ πού θα τα διαβάσωμε τα γράμματα. Πριν να χωριστούμε, αναστέναξε κείπε: Ας κάτεχα γράμματα!...

Κιόταν ήρθε κοντά μου κιάκουσα τη φωνή της, δεν έβλεπα πεια την παραμόρφωση της αρρώστειας. Στα μάτια και τη φωνή της βρήκα το Βαγγελιό που λαχταρούσα κιόλη η αγάπη μου άναψε. Έτρεξα και την αγκάλιασα πρώτος κιαυτή με φίλησε, με φίλησε τρελλά. Και μούπε, χωρίς να μαφήση από την αγκαλιά της: — Το κάτεχα Γιώργο μου, πως θαρχόσουνε και σανήμενα.

Ε, και να κάτεχα το γλυκό τόνειρο που νανούριζε την ώρα εκείνη τον κοιμάμενο κάμπο! Ακολούθησα τον αγωγιάτη με τα πράμματά του στη κοντινή βρύση που πήγε να τα ποτίση. Τότες ξυπνούσαν και τα πουλάκια στα δέντρα κι άρχιζαν τους κελαϊδισμούς των. Τότες ακούστηκαν και τα ορνίθια, από τα σκόρπια ολόγυρα καλύβια στα λόγγα και στα χωράφια ανάμεσα.

Τον νιον αυτόν τον θεριστή, που τραγουδάει την νύχτα, Να κάτεχα, να γνώριζα! Ήλιε, γλυκέ πατέρα, Ήλιε, οπού μου χάρισες τόση εμμορφιάτον κόσμο, Μη τα χαλάς τα νιάτα μου και μη τα φαρμακώνης.

Να κάτεχα, μωρέ παιδιά, κοπάδι εκεί θα ναύρω; Θα ναύρω στρούγγες και μαντριά, θα ναύρω βοσκοτόπια; ..................................................... Απάνου από το μνήμα μου στήσετε ένα σταλίκι Περίψηλο σαν έλατο, καιτην κορφή κρεμάστε Την πλιο τρανή καρδάρα μου, να δείχνη ποιου είνε μνήμα, Την ακριβή μου την κοπή, καλά μου σταυραδέρφια, Έρμην μη την αφήκετε, μονάχηντα λιβάδια, Ανάρμεχτην κι' ακούρευτην, δίχως μαντρί και στάλον.

Και το Βαγγελιό: — Να, είπε, εδά' σαι άντρας! Κείντα γλυκιά που φιλείς, κανακάρη μου! Με κύταξε καλά καλά, για να δη, φαίνεται, τη μεταβολή πούχα πάρει από την ηλικία, κατά το διάστημα πούλειπα. Και μουρμούρισε, σα να μονολογούσε: — Όλο και μεγαλόνει. Έπειτα ευθύς μούπε: — Οψές, όνταν ήμαθα πως ήρθες, ανήμενα να φανής, αν και κάτεχα πως δε θαρχόσου...γιατί δε θα σαφήνανε ναρθής.

Ε, και να κάτεχα το γλυκό τόνειρο που νανούριζε την ώρα εκείνη τον κοιμάμενο κάμπο! Ακολούθησα τον αγωγιάτη με τα πράμματά του στη κοντινή βρύση που πήγε να τα ποτίση. Τότες ξυπνούσαν και τα πουλάκια στα δέντρα κι άρχιζαν τους κελαϊδισμούς των. Τότες ακούστηκαν και τα ορνίθια, από τα σκόρπια ολόγυρα καλύβια στα λόγγα και στα χωράφια ανάμεσα.