United States or Spain ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και η γρηά η βασίλισσα, που είχε τα μεγαλύτερα μαργαριτάρια που βρίσκονται στη γη, το λάτρευε περισσότερο απ' τους θησαυρούς της και νανουρίζοντάς το σαν ήτανε μικρό στην κούνια τη χρυσή του, άπλωνε στο κορμάκι του τα μαργαριτάρια της και τούλεγε: «Σα μεγαλώσης με το καλό και πάρης την κορώνα του πατέρα σου και πάρης και βασιλοπούλα όμορφη γυναίκα στο πλευρό σου, δικά σου είναι τα πλούτη κ' οι θησαυροί μου, και τούτα τα μαργαριτάρια, που δε βρίσκονται παρόμοια στη γη, θαστράψουν πάλι σε χαρές και ξεφαντώματα στον άσπρο το λαιμό της νέας βασίλισσας». Κι' άπλωνε τα μαργαριτάρια στο κορμάκι του και το νανούριζε γλυκά.

Θυμώνταν πως το βύζανε, όταν είταν μικρό, θυμώνταν πώς το κουνούσε στη σαρμανίτσα και πώς το νανούριζε με ώμορφα και με αγκαιροφκιασμένα τραγουδάκια, θυμώνταν πώς το ζαλόνονταν, όταν πήγαινε στ' αμπέλι, στο θέρο, στο σκάλο, στα μαντριά.., θυμώνταν πώς το είχε τάξει στη Μεγαλόχαρη, όταν της είχε αρρωστήση βαρυά μια φορά, θυμώνταν όταν τώστελνε στο σκολειό.

Τώδειχνε η μάνα του συχνά συχνά τα κορφοβούνια Και των κλεφτών τ' αράδειαζε τα έργα. Καιτην κούνια Ακόμα που τον βύζανε μικρό 'σάν τ' Αγγελούδια Τον ύπνο του νανούριζε με κλέφτικα τραγούδια. Χαράτο τέτοιο το παιδί που έτσι μεγαλώνει! Αξίζει η πατρίδα του για να το καμαρώνη. Από μικρούθε 'ςτ' άρματα συνήθεισε το χέρι, Κι' όταν λεβέντης έγεινε ήταν αετός-ξεφτέρι.

Στη διπλανή καλύβα οι συγγένισσές της, μαζί με τις οποίες είχε έρθει στο πανηγύρι, δειπνούσαν καθισμένες καταγής γύρω από ένα δισάκι απλωμένο αντί για τραπεζομάντιλο και ενώ μια από αυτές νανούριζε ένα μωρό που αποκοιμιόταν κουνώντας τα χεράκια του, η άλλη καλούσε το κορίτσι. «Γκριζέντα, καλή μου, έλα, πάρε τουλάχιστον ένα κομμάτι τηγανίτα!

Ε, και να κάτεχα το γλυκό τόνειρο που νανούριζε την ώρα εκείνη τον κοιμάμενο κάμπο! Ακολούθησα τον αγωγιάτη με τα πράμματά του στη κοντινή βρύση που πήγε να τα ποτίση. Τότες ξυπνούσαν και τα πουλάκια στα δέντρα κι άρχιζαν τους κελαϊδισμούς των. Τότες ακούστηκαν και τα ορνίθια, από τα σκόρπια ολόγυρα καλύβια στα λόγγα και στα χωράφια ανάμεσα.

Ε, και να κάτεχα το γλυκό τόνειρο που νανούριζε την ώρα εκείνη τον κοιμάμενο κάμπο! Ακολούθησα τον αγωγιάτη με τα πράμματά του στη κοντινή βρύση που πήγε να τα ποτίση. Τότες ξυπνούσαν και τα πουλάκια στα δέντρα κι άρχιζαν τους κελαϊδισμούς των. Τότες ακούστηκαν και τα ορνίθια, από τα σκόρπια ολόγυρα καλύβια στα λόγγα και στα χωράφια ανάμεσα.