United States or Guam ? Vote for the TOP Country of the Week !


Στη γλώσσα του, όλος ο αλύγιστος από τα λεξικά σχολαστικός αρχαϊσμός του Τανταλίδη, όχι βέβαια στα δημοτικά του τραγουδάκια, ακόμα υποφερτά και κάπου κάπου και χαριτωμένα, αλλά στα «Ιδιωτικά στιχουργήματα» τα βυζαντινικώτατα. Στο μετρικό του σχήμα, η «Τουρκομάχος Ελλάς» του Αλεξάνδρου Σούτσου.

Συγχρόνως η Μαρία, με παιδικήν χαράν κι' αυτή, ανέκραξεν: — Αυτά δεν είνε τροπάρια που ψαίλνετε, κύριε. — Αλλά τι είνε, κορίτσι μου; ηρώτησα. — Αυτά είνε σαν γλυκά γλυκά τραγουδάκια. Απλούς μανάβης, ή οπωροπώλης ήτον ο άνθρωπος, αλλ' είχε λάβει θεόθεν διά την φιλοξενίαν του την ευλογίαν του Αβραάμ. Η μικρά οικία ήτο ξενών διά τους φίλους και τους διαβατικούς, διά τους εκλεκτούς και τους τυχόντας.

Έτσι αισθανόνταν κ' οι τρεις οι νέοι εκεί που τρώγανε με τη Λιόλια στο πλευρό τους, στο μαγαζί που απηχούσε απ’ τα τραγουδάκια και τις κουβέντες των εργατικών παιδιών κι απ'του κάπελα τον κοντό ψαλμό για τη ρετσίνα . . και γι' αυτό παρακάθησαν κοντά στη ρετσίνα «πούκανε άμμο» και δεν το κατάλαβαν πως ήτον κοντά δέκα η ώρα σαν κινήσανε για το χορό τους στο χοροδιδασκαλείο της Καπνικαρέας . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Θυμώνταν πως το βύζανε, όταν είταν μικρό, θυμώνταν πώς το κουνούσε στη σαρμανίτσα και πώς το νανούριζε με ώμορφα και με αγκαιροφκιασμένα τραγουδάκια, θυμώνταν πώς το ζαλόνονταν, όταν πήγαινε στ' αμπέλι, στο θέρο, στο σκάλο, στα μαντριά.., θυμώνταν πώς το είχε τάξει στη Μεγαλόχαρη, όταν της είχε αρρωστήση βαρυά μια φορά, θυμώνταν όταν τώστελνε στο σκολειό.

Αφού είδε κι' αποείδε, η γρηά Μορισίνα, ότι καμμιά δουλειά, κανένα έργο, ό,τι κι' αν είχε καταπιαστή, δεν της εβγήκε σε καλό τέλος, στα υστερνά της βάλθηκε κι' αυτή ν' αποσάνη της κουβέντες, τα μαντάτα, και της δουλειές των αλλονών. Κ' επέρναε τον καιρό της να κρένη και να ξεστομίζη σκόλια για κάθε τι. Η μεγαλείτερη δουλειά της ήτον να λέη τραγουδάκια, να βγάζη παραγκόμια για τον καθένα.

Δεν έχει αυτός δικαίωμα να βγάζη ψωμί από χριστιανούς. Να τονε μηνύσουμε, να τονε μάθη ο κόσμος, να πεθάνη της πείνας, να ζη χωρισμένος από τους ομόφυλούς του, ν' αφοριστή, να βουρκολακιάση! Τέτοια του έψαλλα του Θοδωράκη απάνω στον ηλιακό. Αθώο παιδί, δεκαφτά χρονώ! Όχι όμως κι ολότελα τυφλωμένος. Κατιτίς μούλεγε πως δεν είταν ο Θοδωράκης μονάχος. Πως εδώ τέτοια τραγουδάκια δεν έχει.

Το ρετσινάτο και αυτό έτρεχε ρέμμα και η πολλή φλυαρία και τα τραγουδάκια έδειχναν μετά κάμποση ώρα, πως οι χωρικοί, άντρες και γυναίκες ετίμησαν καλά το συμπόσιο της κερά Μαριώς.

Αηδόνι γίνε, είπεν η Νεράιδα με προστακτικήν φωνήν. Και η Ανθούλα επέταξε μακρυά. Ήτο τώρα αηδόνι. Εκάθισεν εις το υψηλότερον μέρος του δάσους και άρχισε να τραγουδή· όσα τραγουδάκια έξευρε και όσα ποιηματάκια ενθυμείτο τα είπε με κελάιδημα αηδονιού. Όλα τα πουλιά του δάσους, αηδόνια καρδερίνες, σπίνοι, κίσσες, φλώροι ήλθαν ν' ακούσουν την νέαν αυτήν σύντροφόν των.

Έπεσαν οι φίλοι απάνω τους κι από παρακεί κάτι άλλοι στρατιωτικοί-πούχανε δικό τους γλέντι ταχτικό σ’ αυτήν την ταβέρνα με κάτι τραγουδάκια πούφτειανε ο ένας τους, «το σκαπανάκι» με τόνο μι, κ' έβαζε τους άλλους και του τα τραγουδούσαν. . έπιασαν το Μίμη τέσσαρες άντρες και τον πήγαν έξω, γιατί έκανε φόβο αυτουνού ο θυμός, καθώς πάντα... Σα γύρισε σπίτι ο Νίκος, τη νύχτα, ήτον ξεμέθυστος· μα καθώς έκανε να του μιλήση η Λιόλια, έτσι για το τίποτα, σήκωσε το χέρι του και της έφερε μια γροθιά τανάμεσα στις πλάτες που σωριάστηκε χάμω, μιαν οργυιά μακριά, και γόγγυξε χωρίς να μπορή να πάρη αναπνοή για πολλήν ώρα Ήτον κι αυτή μια απ’ τις ματιές που έρριχνε το φεγγάρι της ζωής απ' της ψυχής της το συννεφιασμένον ουρανό.