United States or French Southern Territories ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πώς θα βρεθή διέξοδος καμμία, ω Ζευ πατέρα, να σωθούν από την δυστυχία οι βασιλιάδες; Άρά γε το χέρι σου θα βάλης ή από τώρα τα μαλλιά της κεφαλής να κόψω και μαύρα να φορέσωμε και πένθος να ντυθούμε; Ω, φίλοι! Δεν υπάρχει πια καμμιά αμφιβολία. Εν τούτοις όμως στους θεούς θερμά ας προσευχηθούμε γιατί αυτοί είναι δυνατοί, κι' όλα μπορούν να κάμουν.

Είπε, κ' η γραία λέβητα, λαμπρόν ποδολουτήρα, επήρε, κ' έβαλε πολύ ψυχρό νερό, κατόπι ζεστό· κείνος εκάθιζε μακράν απ' την γωνίστρα, και προς το σκότος στράφη ευθύς, ότι του εμπήκε φόβος μη κείνη, ενώ τον έψαχνε, το λάβωμα γνωρίση 390 και γνωσθούν όλα· εσίμωσεν η γρηάτον κύριόν της κ' ενόησ', ως τον ένιβε, το λάβωμ', οπού χοίρος με λευκό δόντι του 'καμετον Παρνασό, 'που νέος εβγήκε τον Αυτόλυκο να ιδή, και τους υιούς του, μητρικόν πάππον του λαμπρόν, 'ς τον όρκο, 'ς την απάτη, 395 πρώτον απ' όλους τους θνητούς· τον είχ' ο Ερμής προικίσει, επειδή του 'καιεν αρνιών καλά μεριά κ' ερίφων, και κείνος τον συνώδευε βοηθός παντού και φίλος. επέρασεν ο Αυτόλυκοςτην κάρπιμην Ιθάκη, και νεογέννητ' εύρηκε παιδί της θυγατρός του. 400τα γόνατά του το 'θεσεν, άμ' είχε αποδειπνήσει, η Ευρύκλεια, και τον έκραξε κατ' όνομα και του 'πε· «Αυτόλυκ', εύρες όνομα συ τώρ' ό, τι θα βάλης εις του παιδιού σου το παιδί το πολυαγαπημένο». Απάντησεν ο Αυτόλυκος· «Κόρη μου και γαμβρέ μου, 405 τ' όνομα τούτ', οπού θα ειπώ, βάλετε του παιδιού σας· εγώ', που τώρ' εδώ 'φθασα, συχναίς έδωσα οδύναις πολλών ανδρών και γυναικώντην γη την πολυθρέπτρα· άρα Οδυσσέας όνομα να λάβη απ' ταις οδύναις· και οπόταν άνδρας έλθη αυτόςτο μέγα της μητρός του 410 παλάτι, εκείτον Παρνασόν, οπ' είναι οι θησαυροί μου, θα λάβη μέρος, και φαιδρόν θα τον ξεπροβοδήσω».

Κι' ο πιο έρημος ακόμα, και στου βουνού την κορφή και στη μέση του πελάγου να τον βάλης, κάθε ψυχή, κάθε αγρίμι στου λόγγου τα βαθειά, και το καψαλισμένο δέντρο καταμεσής του κάμπου, βρίσκει τον σύντροφό του. Πολλές φορές έκανε με το νου του τη συλλογή τούτη ο Στρατής το Στοιχειό, όταν άκουγε αποπίσω του τα λόγια του κόσμου. Μα ο κόσμος είνε στραβός, έλεγε. Με ό,τι βλέπει μιλάει.

ΛΗΡ Διότι δεν είναι οκτώ; ΓΕΛΩΤ. Εύγε σου! Τι καλόν τρελλόν θα έκαμνες! Να το πάρη, λέγει, διά της βίας! Τέρας αχαριστίας! ΓΕΛΩΤ. Αν σε είχα τρελλόν μου, παππού, θα σου έδιδα ξύλο, διότι εγήρασες πριν της ώρας σου. ΛΗΡ Πώς τούτο; ΓΕΛΩΤ. Πρώτα έπρεπε να βάλης γνώσιν, και ύστερα να γηράσης. ΛΗΡ Να μη μου φύγη, ω θεοί, ο νους! Να μη μου φύγη! Ω! δότε μου υπομονήν! Να τρελλαθώ δεν θέλω! ΛΗΡ Τα άλογα;

Του εφαίνετο ότι έβλεπε τον Απόστολον με την αργυρότριχα γενειάδα του, όστις έλεγε: «Μη βάλης χείρα επ' αυτής, διότι μου ανήκει». Και ο απόστολος παρέσυρε την Λίγειαν επί των ακτίνων της σελήνης, ως επί οδού αγούσης εις τον ουρανόν, ενώ ο Βινίκιος έτεινε προς αυτούς τους βραχίονας, ικετεύων να τον λάβωσι μεθ' εαυτών. Εξύπνησε και εκύτταξεν έμπροσθέν του.

Διότι άλλως δεν θα ήτον ποτέ δυνατόν να τα καταφέρης τόσον καλά με τας περιστροφάς σου ώστε ν' αποκρύψης τίνος ένεκα είπες όλ' αυτά, και μόνον εις το τέλος έκαμες λόγον περί αυτού και παρέργως τρόπον τινα, ωσάν τάχα αυτά που είπες να μην τα είπες δι' αυτό, διά να βάλης δηλαδή σκάνδαλα μεταξύ εμού και του Αγάθωνος, έχων την αξίωσιν εγώ μεν μόνον σε ν' αγαπώ και κανένα άλλον, ο δε Αγάθων πάλιν μόνον υπό σου ν' αγαπάται και υπό κανενός άλλου.

Ω Φοίβ', αποκτενούσι μ' αι κυνώπιδες γοργώπες ενέρων ιερίαι, δειναί θεαί. Ηλ: Ούτοι μεθήσω, χείρα δ' εμπλέξασ' εμήν σχήσω σε πηδάν δυστυχή πηδήματα. Ορ. Μέθες· μί' ούσα των εμών Ερινύων, μέσον μ' οχμάζεις, ως βάλης, εις Τάρταρον. Ηλ. Οι 'γώ τάλαινα, τίν' επικουρίαν λάβω.... επεί το θείον δυσμενές κεκτήμεθα; Ορ.

ΔΑΦΝΙΣ Τι θα κερδίση ο νικητής; τι στοίχημα θα βάλης; ΜΕΝΑΛΚΑΣ Θα βάλω τη φλογέρα μου, μ' εννιά φωνές φλογέρα, απ' άκρη ως άκρη ολόστρωτα μ' άσπρο κερί δεμένη, αυτή θα βάλω στοίχημα πούνε 'δικό μου πράμμα· ό,τ' είνε του πατέρα μου δεν το στοιχηματίζω. ΔΑΦΝΙΣ Ίδια φλογέρα έχω κ' εγώ, μ' εννιά φωνές φλογέρα, απ' άκρη ως άκρη ολόστρωτα μ' άσπρο κερί δεμένη. Τώρα κοντά την έκανα.

Είχα κ' εγώ την ίδιαν ιδέα με τον αστυνόμο. Γυρεύεις; Σα σαλέψη το μυαλό του ανθρώπου και φονιάς γίνεται και κλέφτης κι' ό,τι βάλης με το νου σου. Ωστόσο δεν μπορούσα να ξεχωρίσω τίποτε παράξενο απάνω του. Ούτε σε λόγια, ούτε σε κουνήματα. Ο άνθρωπος ήτανε στα συγκαλά του. Με κύτταζε μόνο στα μάτια, σαν να ήθελε εκείνος τώρα να μου βγάλη κάποιο μυστικό.

Τούλεγαν πως δεν ήξερε το Νόμο του Θεού, πως ήξερε περισσότερα για τη βασιλεία του κόσμου τούτου, παρά για τη Βασιλεία των Ουρανών. Πως δεν ήταν για παπάς. Η ίδια του η γυναίκα τον καταλαλούσε: — Όσοι είχανε χρόνια να μεταλάβουν περίμεναν να γίνης του λόγου σου παπάς, για να πάρουν τ' Άγια Μυστήρια. Όλες οι φκιασιδούδες, όλες οι πεταλούδες, εσένα περίμεναν να τους βάλης το πετραχήλι στο κεφάλι...