United States or Serbia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ήρχισε ο νους του να σαλεύη. ΓΛΟΣΤ. Και μη δεν έχει αφορμήν; Τον θάνατόν του θέλουν αι δύο θυγατέρες του! — Αχ, Κεντ καλέ, πού είσαι; Καλά τα επρομάντευες, εξόριστε καϋμένε! — Του βασιλέως μας ο νους εσάλευσε, μου λέγεις· αλλά κ' εγώ που σου 'μιλώ να τρελλαθώ κοντεύω. Ο υιός μου... πλην τον έδιωξα! Να με σκοτώση 'θέλησε. Τον αγαπούσα, φίλε, δεν δύναται πλειότερον πατέρας ν' αγαπήση!

Αν και γέρος, μα η δροσάτη αυτή ευωδιά σας φέρνει στην καρδιά μου αλλόκοτη τρεμούλα, κρυφό σπαρτάρισμα, κάτι που με κάνει και θαρρώ πως ξανάνιωσα, και θέλω κοντά σας να μένω, να σας κρυφομιλώ, να σας λατρεύω, να σας λέγω πως είστε σεις κι όχι άλλες, πως τέτοια μάτια και τέτοια χείλη στον κόσμο δεν τα είδα, και πως κρίμα, μεγάλο είτανε κρίμα να μ' αφήσετε να μισέψω στα ξένα μικρό αγόρι και να σας στερηθώ, εγώ που μπορούσα να τρελλαθώ για την αγάπη σας, μέρα και νύχτα να σας τραγουδώ και να μη χορταίνω.

Έλειψεν ολίγον μία τοιαύτης λογής είδησις που να με κάμη να χάσω τον νουν μου και να τρελλαθώ.

Εκεί που κόντεβα να τρελλαθώ από τα κρεββάτια, τα τραπέζια και τα φαγιά, ήξερα πως η Παναγια θα με γιατρέψη. Τι καλό πράμα να τα γιατρέβη όλα η Παναγιά! Ρώτησα δυο Τηνιακούς, δυο χαριτωμένα παιδιά, αν είναι στην Τήνο γιατροί και τι ανάγκη τους έχουν. Αφού έγινε γιατρός η Παναγιά, στη θάλασσα αμέσως να πετάξουμε τα γιατρικά και τους γιατρούς μαζί.

Σου λέγω ότι του διδασκάλου ήλθαν δάκρυα εις τους οφθαλμούς όταν χθες ελέγαμεν ότι απεκόπησαν! Μου έρχεται να τρελλαθώ, μπορούσα να φονεύσω τον σκύλον που έδωκε το πρώτον κτύπημα. Εγώ, που μπορούσα να λυπηθώ κατάκαρδα, αν δύο τέτοια δένδρα ήσαν εις την αυλήν μου, και απέθνησκε το έν απ' αυτά από γηρατειά, εγώ επέπρωτο να γίνω αυτόπτης. Αγαπητέ μου, ένα πράμα με παρηγορεί!

Και τι μου είπε, θαρρείς; Αγαπώ, λέει, έν' αγόρι· είναι, λέει, ως δεκαφτά χρονών αγοράκι· και ταγαπώ λέει τόσο, που πάω να τρελλαθώ. Δεν είχα πια τώρα να χάνω καιρό. Άναβε μεγάλη φωτιά, κ' έπρεπε ή να μας κάψη και τους δυο, ή να τη σβύσω. Ίσως μου πεις πως είμουν ακόμα πιο μπόσικος απ' ό,τι θάρρεψα και τη δεύτερη τη φορά.

Με σύγχισες πάλι. Και είναι αργά. Εκεί παρατηρεί ένα δακτυλίδι, κρεμασμένο εις την αλυσσίδα σαν μπρελόκ. Κ ώ σ τ α ς. Έστω! δες το, μάθε το, αφού έτσι θέλεις. Κα Μ ε μ ι δ ώ φ. Ο αρραβών της γυναίκας μου! Κα Μ ε μ ι δ ώ φ. Τι είπες! της γυναίκας σου! σου! Παντρεύθηκες λοιπόν. Δεν μπορεί να είναι! Πε μου λοιπόν ότι είναι ψέματα, θεέ μου! θα τρελλαθώ Κ ώ σ τ α ς.

Εγώ γνωρίζω αρκετά τον Άουλον και την Πομπωνίαν, και την Λίγειαν αυτήν, ώστε να ημπορώ να είπω: Είναι συκοφαντία και μωρία! Βινίκιε, ηρώτησεν έπειτα ο Πετρώνιος, μήπως απατάσαι; Η Λίγεια πράγματι εχάραξεν ιχθύν; — Μα όλους τους καταχθόνιους θεούς είναι να τρελλαθώ, ανέκραξεν ο νεανίας με μανίαν· εάν μου εχάρασσε πτηνόν, θα έλεγα ότι ήτο πτηνόν. — Λοιπόν είναι χριστιανή, επανέλαβεν ο Χίλων.

ΛΗΡ Διότι δεν είναι οκτώ; ΓΕΛΩΤ. Εύγε σου! Τι καλόν τρελλόν θα έκαμνες! Να το πάρη, λέγει, διά της βίας! Τέρας αχαριστίας! ΓΕΛΩΤ. Αν σε είχα τρελλόν μου, παππού, θα σου έδιδα ξύλο, διότι εγήρασες πριν της ώρας σου. ΛΗΡ Πώς τούτο; ΓΕΛΩΤ. Πρώτα έπρεπε να βάλης γνώσιν, και ύστερα να γηράσης. ΛΗΡ Να μη μου φύγη, ω θεοί, ο νους! Να μη μου φύγη! Ω! δότε μου υπομονήν! Να τρελλαθώ δεν θέλω! ΛΗΡ Τα άλογα;