United States or Kyrgyzstan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τούτους ηξεύρω τους, αλλά τον τρίτον λέγε μ' άνδρα, κείνον, 'που ακόμη ζωντανόςτα πέλαγα κρατιέται, ή απέθανε, και αν λυπηθώ, θέλ' όμως να τ' ακούσω.

Σου λέγω ότι του διδασκάλου ήλθαν δάκρυα εις τους οφθαλμούς όταν χθες ελέγαμεν ότι απεκόπησαν! Μου έρχεται να τρελλαθώ, μπορούσα να φονεύσω τον σκύλον που έδωκε το πρώτον κτύπημα. Εγώ, που μπορούσα να λυπηθώ κατάκαρδα, αν δύο τέτοια δένδρα ήσαν εις την αυλήν μου, και απέθνησκε το έν απ' αυτά από γηρατειά, εγώ επέπρωτο να γίνω αυτόπτης. Αγαπητέ μου, ένα πράμα με παρηγορεί!

Έτσ' είπε· κ' έτρεξ' κ' έβαλε το δίκουπο ποτήριτο χέρι της αγαπητής μητέρας, και την λέγει· Υπόφερε, μητέρα μου, και βάστα λυπημένη· Μη σε ιδώ, σ' αγαπώ, 'ς τα μάτια μου δαρμένη. Και δεν 'μπορώ, κι' αν λυπηθώ να χρησιμεύσω τότε. Βαρ' είναι τον Ολύμπιον να τον αντιφερθούμεν. Ότι ζητώντας κι' άλλοτε διά να σ' απαντήσω, Μ' έρριξ' απ' το θεϊκόν κατόφλοιον απ' το πόδι.

ΘΑΛ. Αληθώς πολύ θολός και θερμός έγεινες, αφ' ενός μεν από το αίμα των νεκρών, εξ άλλου δε από το πυρ του Ηφαίστου. Αλλά δικαίως έπαθες, διότι εφέρθης εχθρικώς προς τον Αχιλλέα χωρίς να σεβασθής ένα υιόν Νηρηίδος. ΞΑΝΘ. Δεν έπρεπε λοιπόν να λυπηθώ τους Φρύγας, οι οποίοι είνε γείτονές μου; ΘΑΛ. Και ο Ήφαιστος δεν έπρεπε να λυπηθή τον Αχιλλέα, ο οποίος είνε υιός της Θέτιδος;

Είπε και το βλέμμ' έστρεψε κατά την Πηνελόπη να φανερώσ' ότι έφθασετο σπίτι ο ποθητός της. και αυτή να ιδή δεν δύνονταν αντίκρ' ή να νοήση, διότ' η Αθήνη αλλού τον νου της έστρεψε· και κείνος απ' τον λαιμό την έπιασε με το δεξί του χέρι, 480 και με τ' άλλο την έφερε σιμά του και της είπε· «Θα μ' αφανίσης, μάννα, συ; καιτούτο το βυζί σου συ μ' έφερες· και τώρα εγώ, αφού πολλά 'χω πάθει, τον χρόνον έφθασα εικοστόντην γη την πατρική μου. αλλ' αφού συ το νόησες θεόθεν διδαγμένη, 485 σίγα, μην άλλος άνθρωπος κανείς εδώ το μάθη. και άκουσε τώρ' ό,τι θα ειπώ και ο λόγος μου θα γείνη· αν μου υποτάξη ένας θεός τους θαυμαστούς μνηστήραις, ουδέ σε, την βυζάστρα μου, θα λυπηθώ, την ώρα 'πουτα ιδικά μου μέγαρα ταις δούλαις θα φονεύσω». 490

Καίτοι ξένη, δεν δύναμαι να μη λυπηθώ διά την δυστυχίαν του ξένου τούτου βασιλέως. ΜΕΝΕΛΑΟΣ Αδελφέ, δος μοι να σφίγξω την χείρα σου ! ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Ιδού, λάβε την. Είσαι συ ο ευτυχής κ' εγώ ο άθλιος.

Εγώ δε θα το πω μήτε της Ευρώπης, μήτε της φιλενάδας σου της πατρίδος μου, πως εσύ φταις που βρίσκεται τώρα στη βαθειά αυτή την ταπείνωση! Θα σε λυπηθώ, και θα της πω την αλήθεια &Ρωμαίικα&, ίσως και το χωρέση ο νους της, και το χαρής και συ που βρέθηκ' ένας να σε διαφεντέψη της προκοπής, ύστερ' από τόσων αιώνων συκοφαντία.

Είπα, και μ' άσπλαχνη καρδιά μου αντείπ' ευθύς εκείνος• «ω ξένε, ή τ' είσαι ανόητος, ή τ' έρχεσ' από πέρα, 'που να φοβώμαι τους θεούς ή να ψηφώ μου λέγεις• δεν ψηφούν, όχ', οι Κύκλωπες τον Δί' αιγιδοφόρο 275 ουδέ τους μάκαραις θεούς• είμασθ' ανώτεροί τους• ουδ' από φόβο του Διός εσένα ή τους συντρόφους εγώ ποτέ θα λυπηθώ, αν δεν το θέλω ατός μου• αλλά το καλοκάμωτο που άραξες καράβι, εις κάποιαν άκραν ή σιμά; λέγε μου, να το μάθω». 280