Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 13 Μαΐου 2025


Θυμάται και τα Γιάννινα τ' αγαπημένα τότε, Και πότε κλαίει τα νηάτα του και την πατρίδα πότε. Κοιμήσουτο ελεύθερο, Καλόγηρε, το χώμα Κι' ουράνια τον ύπνο σου όνειρ' ας νανουρίζουν! Τάρματα ίσως τάθελες κι' αυτού να τάχης στρώμα· Ποιος ξέρει σε τι μαύρη γη, πατέρα, να σαπίζουν! Κοιμήσου. Τώρα χειμωνιά την Ήπειρό μας δέρνει Και κρύο, ξέρα, παγωνιάτα χώματά της σπέρνει.

Ο Φετάνης στο δρόμο αρρώστησε από πονόκοιλο και πήγαινε «στάσου εδώ» και «στάσου εκεί». Ο Λέντζος, κι' επειδή τον λυπήθηκε κ' επειδή ήθελε να φτάση το βράδυ στα Γιάννινα, κατέβηκε από το μουλάρι κι' έβαλε τον Φετάνη καβάλλα, αλλ' ο Φετάνης κοντοβαστούσε το μουλάρι, λέγοντας ότι το γοργοπερπάτημα του μουλαριού του μεγάλονε τον πόνο.

Οι πλειότεροι απ' τα Γιάννινα ηύραν εδώ κρυψώνα· Εδώ τον πρώτο πέρασαν του χαλασμού χειμώνα. Εδώ ο Κώστας έφερε κι' αυτός την φαμηλιά του, Τη μάνα, τον πατέρα του, τη Λένη τα παιδιά του. Εδώ κ' εγώ 'γεννήθηκα, εδώ τον ήλιο είδα, Αυτά τα βράχια τα 'ψηλά έχω εγώ πατρίδα.

Όταν μέσατα Γιάννινα, Θανάση, ο Οικονόμος Με χιόνια με τρισκότειδοτο σπήτι του Κροκίδα Κλεφτά σας εσυμάζονε. σ. 226

Ήρθε δεσπότης στα Γιάννινα ο Παρθενιάς ή Κόκκινος και τον εδεχτήκαμαν όλος ο κόσμος με μεγάλη παράταξη από την Αγία Κατερίνα ως τη Μητρόπολη. 1855, Τρυητή 15 , μέρα Πέφτη.

— Ε, σαν την Πόλη, ντε κ' εγώ. — Έχς πάει εσύ στα Γιάννινα; — Όχι. — Τότενες που τα ξέρς; — Όπως τα γλέπω από τη ράχη. Έτσ' είνε κι αυτά μέσα στο λόγγο χωμένα, σαν το χωριό μ'. Έχουν και μια λούτσα στν' άκρη. Εκεί ποτίζουν τα πράμματα τσ' αυτοίνοι; Για, μαλλιά τράω κ' έχετε φορτωμένα.

Πως μια φορά κ' έναν καιρό, μια μόν' ήταν η ρίζα Και χίλια τ' αντιρίμματα... 'Στα στήθια του αναβράζουν Σατο κυβέρτι η μέλισσαις πριν ο γονός κινήση, Αμέτρητα φαντάσματα, και πότε ο λογισμός του, Ανήμερο αγριοπούλαρο, πετιέται, λειβαδεύει Και βόσκει μεςτα ονείρατα, πότε του παραστένει Την άβυσσο, που ερούφηξε το βράχο πούχε χτίση Με στοιχειωμένα ριζιμιάτα Γιάννινα ο Βηζύρης, Και τότ' ενύχτονε η χαρά με μιαςτο μέτωπό του Επίκραιναν τα χείλη του, κι' ανατριχύλαις κρύαις Του ράγιζαν τα κόκκαλα και τώκοβαν το αίμα.

&1830, Τρυητή πρώτη&. Απέθανεν ο εν Κυρίω μακάριος Βενέδικτος δεσπότης του Γιαννίνου. Τον ίδιον καιρό διωρίστηκε κι ο γιος του Βαλή Ρεσίτ ο Ιμήν-πασάς Βαλής στα Γιάννινα. &1831, Άι-Ταξάρχη 18&, μέρα Τετράδη. Εφώναξε το Δεσπότη ο Κεχαγιά- μπέης και τον πρόσταξε να βγάλη όξω από το σπίτι τη φαμιλιά του Δημήτρη Μωραΐτη.

Πριν σ' εύρωτη Δαμάστα, Σ' απάντησατα Γιάννινα. 'Σ τον ίσκιο του Βηζύρη Δεν ελημέριασες και συ; — Ομέρπασα Βριόνη, Πνίγει το δέντρο κι' ο κισσός με ταγκαλιάσματά του. — Κι' όταν το δέντρο ξεραθή και γύρη ταντιστύλι Θανάση Διάκε, κι' ο κισσός, το ξέρεις, γονατίζει. — Όχι, μα την ανάσταση του γένους μου, δεν πέφτει.

Ο Αρβανίτης ο Γιάννης, σαν τον ανατράνισε από την κορφή ως τα πόδια, του λέει: — Ωρέ, να μη λάθεψε και σ' έπιακε με κάναν τράγο η μάνα σου στη στάνη; Ο πιστικός εγέλασε πάλι βλακίστικα χωρίς να ειπή λόγο. — Είνε μεγάλο το χωριό σου ωρέ; Του κάνει πάλι ο Αρβανίτης. — Κασαμπάς, σαν τα Γιάννινα. — Όχι δα, λάθεψες, σαν την Πόλη ήθελες να πης, του λέει γελιώντας ο Πολιάνος.

Λέξη Της Ημέρας

δέτη

Άλλοι Ψάχνουν