United States or Dominican Republic ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλ' αφού για κάμποσην ώρα έμεινεν έτσι, εγύρισε αργά τα μάτια περίγυρα και βλέποντας κοντά τον ναύκληρο που έστριφε τα έμπολα μιας γούμενας, είπε με τόνο προφητικό: — Να ξεύρης καλά, Μπαρμπαγιώργη, που η θάλασσα έχει τη δικαιοσύνη της όπως και η στεριά. Και την έχει καλήτερη από τη στεριά.

Και τι σ' ερωτά; είπεν ο Σκούντας μετ' αυξομένης περιεργείας. Και καταλιπών την θέσιν του, διευθύνθη προς το μέρος του Μάχτου. — Μ' ερωτά αν ξεύρης γράμματα. — Ξεύρω, είπε μετά προθυμίας ο Σκούντας. — Φίλε μου, είπε συσταλείς ο Μάχτος, ερωτούσα εδώ τον ταβερνάρη αν ειμπορή να μου κάμη ένα γράμμα.... — Εγώ ειμπορώ, είπεν ο Σκούντας. — Τότε....

Σου έτυχε καμμιά φορά εις την θάλασσα, παπά μου, να φυσάνε οι καιροί από παντού, γύρω-γύρω, και να μη ξεύρης τι καιρός είνε, τι καιρός θα στερεώση, και να σαστίζης, και να μη ξεύρης τι να κάμης; Το ίδιο συμβαίνει τώρα εις εμένα και έξω εις την στεριά. Μάγια από δω, μάγια από κει! Και να μη ξεύρης ποιος τάκαμε. Ότι είνε καμωμένα μάγια εις αυτήν την δουλειά, δεν έχω αμφιβολίαν.

Την τετάρτην ημέραν ήλθε πολύ ωχρά και μαραμένη· εφαίνετο να πάσχη. — Τι έχεις, κορίτσι μου, της είπεν ο πατήρ της. — Αν δεν έλθης, πατέρα, του απήντησεν αποτόμως αίφνης, με παράπονον και με πνιγμένα δάκρυα, να ξεύρης, θα πεθάνω από τον καϋμό μου! Έρχομαι, κορίτσι μου, είπεν ο Φραγκούλης. Τω όντι, την άλλην ημέραν επήγεν εις την οικίαν.

Θ' αρχίσης πάλιν τα ίδια και τα ίδια. «Πως μου είσαι βάρος, και κρίματα έξοδα, και του κάκου οι ιατροί, και τούτο κ' εκείνο!» Ό,τι θέλεις λέγε τώρα, αφού το εκατάφερα να σε φέρω εδώ! Μόνον να το 'ξεύρης ότι δεν μου χρεωστείς τίποτε. Σου το είπα και σου το ξαναλέγω. Δεν ήλθα εδώ εξ αιτίας σου. Είχα δουλειάν να έλθω. — Μάλιστα! Δουλειάν είχες, εψιθύρισεν ο τυφλός.

Άλλο αυτός μου ο σκοπός δεν έχει φτερνιστήρι να του κεντήση τα πλευρά, ειμή φιλοδοξίαν, που το σημάδι ξεπερνάτο πήδημα και πέφτει ... ΜΑΚΒΕΘ Τι θέλεις; αι; Τι γίνεται; ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Απέφαγε; Ειπέ μου πώς έφυγες; ΜΑΚΒΕΘ Μ' εζήτησε; ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Ωσάν να μη το 'ξεύρης! ΜΑΚΒΕΘ Δεν θέλω να το σπρώξωμεν μακρύτερα το πράγμα. Τόσας τιμάς του χρεωστώ· τον έπαινόν μου λέγει ο κόσμος όλος.

Τότε η γριά με καλοσύνη Τέτια συμβουλή του δίνει· Τέκνο, λέγει, αφηκράσου, Και τα λόγια μου στοχάσου Αν ορέγεσαι να ζήσης Δίχως να κακοπαθήσης, Εις την κάθε απόλαψί σου, Να είναι μέτρο η δυναμί σου. Η υστέρησι πειράζει· Το πολύ αναγουλιάζει· Ηδονή ζητάς να εύρης; Μες τη μέση να την ξεύρης.

Δεν ειξεύρω, είπεν ο Σκούντας. — Δεύτερον, διατί να μου στείλη κήρινον τύπον διά το κλειδί; — Ποιος ξεύρει, είπε μετ' αδιαφορίας ο Σκούντας. — Δεν σου φαίνεται παράξενο; — Τι να πω κ' εγώ; εσύ μπορεί τα ξεύρης, Αφότου ήκουσε περί της κλειδός και περί του μοναστηρίου ο Σκούντας, είχε πέσει εις βαθείαν σύννοιαν, ην μάτην προσεπάθει να συγκαλύψη.

Δεν λέγω πως με μέλει, αλλά σου λέγω τάχατες διά να το ξεύρης και συ. — Ώρα καλή! Και η γειτόνισσα στρέψασα τα νώτα απεμακρύνθη. Εν τούτοις οι δύο οδοιπόροι εξήλθον εκ της κώμης, και επανέλαβον την πορείαν των. Ο Γύφτος δεν είπε πλέον προς την Αϊμάν να φάγη, αλλά την εβίαζε να σπεύδη το βήμα, η δε κόρη τον ηκολούθει αγογγύστως.

ΜΑΚΒΕΘ Αγάπη μου, καλλίτερα εσύ να μη το 'ξεύρης, ως που να έχης να χαρής αφού θα γείνη! — Έλα, έλα ω Νύκτα σκοτεινή, τον πέπλον σου να ρίξηςτα 'μάτια τα ευαίσθητα της αγαθής Ημέρας! Ω έλα με αόρατον αιματωμένον χέρι να σχίσης το συμβόλαιον, κομμάτια να το κάμης το μέγα το συμβόλαιον που με κερόνει εμένα ! Πήζει το φως, ο κόρακας παίρνει το πέταγμά τουτο δάσος του.