United States or Monaco ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο άνθρωπος εκείνος επέστρεψε το ξίφος εις τον κολεόν και εξηκολούθησε να προχωρή προς το καταφύγιον της Αϊμάς. Αλλ' ο Σκούντας ερρίφθη εκ των όπισθεν και έκρουσεν αυτόν κατά των νώτων. Πάλη τρομερά συνήφθη τότε μεταξύ των τριών ενόπλων και του Σκούντα και Μάχτου. Ο Σκούντας δεν ήτο άοπλος.

Κατόπιν της επιστολής τη έστειλεν ο Μάχτος και άλλον φίλον. Προ δύο ωρών ο Σκούντας και η Βεάτη είχον αναβή τας τέσσαρας κλίμακας τας αγούσας εις το υπερώον, και συνωμίλησαν μετά της Αϊμάς διά του μέσου του γνωστού εις την Βεάτην. Ο Σκούντας μετεβίβασεν εις την Αϊμάν τους χαιρετισμούς του Μάχτου! Η Αϊμά τον ηρώτησεν, αν θα έλθη ο Μάχτος ταχέως καθώς τη είχεν υποσχεθή διά της επιστολής.

Επερίμενον να ίδωσι τον θυμόν του Μάχτου, ίσως και απόπειράν τινα βιαίαν αυτού, και ούτω το σκανδαλώδες και περίεργον του πράγματος θα εξηκολούθει παριστώμενον εις μήκος. Ποίαν καλλιτέραν ψυχαγωγίαν ηδύναντο να εύρωσι τόσοι άνθρωποι; Και αν είχε τις εξ αυτών εργασίαν, προθύμως ήθελε την αφήσει όπως ψυχαγωγηθή. Πολλώ μάλλον αν ήσαν αργοί. — Να πλύνης; επανέλαβεν ο Μάχτος. — Ναι, είπεν η Αϊμά.

Πρέπει να τα εξοδεύσω διά να την εύρω όπου και αν είναι». Τοιαύτη λοιπόν ήτο η κλοπή του Μάχτου, αν δύναται να χαρακτηρισθή ως κλοπή.

Θα τους ακολουθώ παντού, θα γείνω ίσκιος τους, θα μάθω τι θέλει &αυτός&. Και όταν το μάθω, τότε θα της το είπω. Αφού διενοήθη ταύτα, εξήλθεν εκ του κήπου. Εν τούτοις η Αϊμά παρετήρησε τα τελευταία κινήματα του Μάχτου, και εστράφη προς αυτόν. Υπώπτευσεν ότι συνέβη τι. — Τι είνε, Μάχτο; έκραξε. Ο Μάχτος δεν ηδυνήθη ν' αρθρώση λέξιν. — Τι θέλεις; επανέλαβεν η νέα.

Τούτο απετέλει την δευτέραν ευτυχίαν του Μάχτου, ευτυχίαν συνεχή και λιτωτέραν έτι και της δρέψεως των ανθέων κατά παραγγελίαν αυτής. Περίεργον δε είνε ότι δεν ετόλμα ουδέ ν' αποδώση τουλάχιστον φανερώς την ευτυχίαν, ην τω επροξένει αύτη. Πριν ή ανακαλύψη το άγνωστον τούτο αίσθημα, εγίνωσκε να εκδηλοί διά μυρίων τρόπων την στοργήν αυτού προς την Αϊμάν.

Κοιμώνται, είπεν ο Πρωτόγυφτος χωρίς να διστάση. — Θαρρώ κάποιος είν' εκεί έξυπνος, είπε πάλιν ο ξένος, διότι είχεν ιδεί τα κινήματα του Μάχτου. Ο Μάχτος είχεν ανακαθίσει επί του στρώματος και ηκροάτο ανυπομόνως. — Και αν είνε έξυπνος, θα κοιμηθή, απήντησεν ανενδοιάστως ο Πρωτόγυφτος. — Και αν δεν κοιμηθή, τι; είπεν άλλος εκ των έξω της θύρας.

Πλην του Μάχτου, όστις είξευρε να περιποιήται αυτήν στοιχειωδώς, προς ουδένα άλλον είχε συμπάθειαν. Ο Βούγκος, καίπερ λίαν αφελής τους τρόπους, μετείχεν ολίγον της βαναυσότητος του γέροντος. Η δε γραία θα ήτο ανεκτή, αν δεν είχε τους δύο μακρούς οδόντας κρεμαμένους έξω του στόματος.

Αλλ' ενίοτε αι δύο μικραί μάγκαι επανήρχοντο εις την οικίαν ενωρίς, και τότε έβρισκον διασκέδασιν εις το να ρίπτωσι μεγάλους λίθους κατά των τοίχων της καλύβης, Επειδή όμως δεν ετόλμων να πλησιάσωσι πολύ, διότι εφοβούντο την βρεχτούραν του Μάχτου, όστις δεν ηγάπα τα αστεία, φυσικώ τω λόγω οι λίθοι έπιπτον εντός του κήπου της Αϊμάς, και επροξένουν θραύσιν εις τα βασιλικά και εις τον δενδρολίβανον.

Πάμε, είπε και ο ξένος. Και επέστρεψαν εις την καλύβην. Ο ξένος ηυχήθη την καλήν νύκτα και απήλθεν εις το κατάλυμά του, εγγύς της παραλίας κείμενον. Τα όνειρα του Μάχτου. Ο Μάχτος έμεινε τελευταίος εις την κρύπτην του, προσδοκών μέχρις ου απομακρυνθώσιν οι δυο σύντροφοι. Βαθείαν αίσθησιν είχον εμποιήσει αυτώ αι προτάσεις και αι παρακελεύσεις του ξένου.