United States or Micronesia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο θόρυβος ούτος προήλθεν εκ του τελευταίου βαναύσου κινήματος του Γύφτου, όστις ηγωνίζετο ν' αποσπάση την Αϊμάν εκ της κλίνης της, εκ της αντιστάσεως αυτής και εκ της παρεμβάσεως του Μάχτου. Ο νέος ηναγκάσθη να κρατήση τας δυο χείρας του πατρός του όπως απαλλάξη την Αϊμάν εκ της ενοχλήσεως.

Μέχρι τινός είχεν αποσπασθή εκ της διανοίας του Μάχτου η επί τη απουσία της Αϊμάς μέριμνα. Αλλ' άμα εξελθών, ανεμνήσθη ότι ώφειλε να φροντίση περί τούτου. Ήρχισε δρομαίως να βαδίζη επί της οδού της αγούσης εις την κώμην. Ότε προέβη πολλά βήματα, είδε συρροήν λαού, ανδρών, γυναικών και παίδων, αποφράττουσαν την δίοδον παρά τινα μάνδραν. Ετάχυνε το βήμα.

Εκάθισεν επί λίθου αντικρύ το φρουρού και δεν εσάλευεν. Όσον διά τον Σκούνταν, ούτος ίστατο μακρόθεν εις το σκότος και δεν εσκέπτετο να πλησιάση. Ο φρουρός, ιδών την παράδοξον επιμονήν του Μάχτου, επλησίασε και τω είπε·Τι θέλεις; Δεν μου λες; Ο Μάχτος απεπειράθη να λαλήση, αλλά τα δάκρυα έπνιξαν την φωνήν του. Ο στρατιώτης τον ελυπήθη έτι μάλλον.

Κοιμωμένης εκείνης, πάσα η μέριμνα του Μάχτου αφιερούτο εις το να προλάβη μήπως την ενοχλήση τις. Είχε δε μεταβληθή σήμερον και η τάξις του βίου εν τη καλύβη. Επειδή όλη η εργασία ήτο αφιερωμένη εις την μεγάλην παραγγελίαν του οψιφανούς πελάτου, δεν εξετέλουν πλέον συχνάς εκδρομάς προς πώλησιν, ουδ' ειργάζοντο από του μεσονυκτίου. Η εργασία ήρχιζε περί όρθρον βαθύν και διήρκει όλην την ημέραν.

Εκάθισαν εις άλλο μέρος, όπου εσχηματίζετο κοίλωμα μεταξύ των βράχων. Η περίστασις αύτη ήτο ευνοϊκή προς τους σκοπούς του Μάχτου, διότι ηδύνατο να κρυβή όπισθεν και ν' ακούη ανέτως τι έλεγον. Την δευτέραν ταύτην φοράν δεν ησθάνετο πλέον τόσον σφοδρούς τους παλμούς της καρδίας, όσον την πρώτην. Οι δύο ηρμοσμένοι φίλοι ωμίλουν λίαν σιγά. Τούτο ηύξησε την περιέργειαν του νέου.

Και τι σ' ερωτά; είπεν ο Σκούντας μετ' αυξομένης περιεργείας. Και καταλιπών την θέσιν του, διευθύνθη προς το μέρος του Μάχτου. — Μ' ερωτά αν ξεύρης γράμματα. — Ξεύρω, είπε μετά προθυμίας ο Σκούντας. — Φίλε μου, είπε συσταλείς ο Μάχτος, ερωτούσα εδώ τον ταβερνάρη αν ειμπορή να μου κάμη ένα γράμμα.... — Εγώ ειμπορώ, είπεν ο Σκούντας. — Τότε....

Όσον διά τον ξένον, ούτος δεν έπαυε τας εκτενείς συνδιαλέξεις με τον Πρωτόγυφτον. Ο Μάχτος ενθυμείτο τον όρκον, ον είχεν ομόσει όπως ανακαλύψη το σχέδιον του ξένου, αν είχε τοιούτον ως προς την Αϊμάν, αλλ' η ατολμία αυτού ήτο πρόσκομμα. Νύκτα τινά μετά το δείπνον ο Πρωτόγυφτος και ο ξένος εξήλθον κατά το σύνηθες. Σημεία τινα είχον επισπάσει την προσοχήν του Μάχτου.

Και ηδύνατο μεν ο Σκούντας είτε κατά συγκυρίαν είτε εξ ερεύνης να μάθη πού ευρίσκετο η Αϊμά, όπως το είχε μάθει και ο Μάχτος. Αλλ' η τύχη, η ειρωνεία αύτη του Θεού, η καταγελώσα ασπλάγχνως πάσαν ελπίδα και ματαιούσα πάντα αγώνα, η τύχη, ηθέλησεν ώστε ο Σκούντας να μάθη τούτο παρ' αυτού του Μάχτου.

Η Αϊμά ήτο εν τω κήπω. Οι δύο νεαροί Γύφτοι ήσαν εν τη καλύβη και διηυθέτουν τα εργαλεία, Ηκούετο ο συριγμός του Μάχτου, και το άσμα του Βούγκου «Εσύ πεθαίνεις, μάστορη». Η γραία γύφτισσα εκάθητο αντικρύ του συζύγου της, όστις ηκούετο γογγύζων. — Τι να φάμε απόψε; έλεγεν η γραία. — Εμένα ρωτάς; εγόγγυζεν ο γέρος. Γμου!... Γρου!... — Δεν έχομε τίποτα, είπεν αύθις η γυφτισσα.

Ειμπορεί να του αρέση να μη κοιμάται, είπε τρίτος τις. — Δεν θέλομεν θορύβους, είπεν ο πρώτος των ανδρών. — Τι είνε, πατέρα; τι τρέχει; ηρώτησεν η φωνή του Μάχτου. Ο Πρωτόγυφτος δεν απήντησε. — Ιδού σ' ερωτά, είπεν είς των ξένων. — Ο υιός σου είνε; ηρώτησεν άλλος. — Θα βλέπη όνειρα, παρετήρησεν ο Πρωτόγυφτος. — Λοιπόν τότε; είπεν ο πρώτος ομιλήσας, όστις εφαίνετο σοβαρώτερος πάντων.