United States or Colombia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι' όσο βαστούσε ακόμα αβγή και προχωρούσε η μέρα, έβρισκαν κι' απ' τους διο οι ρηξές κι' ισόπεφτε τ' ασκέρι· μα όταν ο ήλιος άγγιξε τα μεσουράνια απάνου, πια τότε ο Δίας τέντωσε τη χρυσοζυγαριά του, και βάζοντας της μοίρες διο σκοταδερού θανάτου70 των αντριωμένωνε Αχαιών, των αλογάδων Τρώωνζιάζει, απ' τη μέση πιάνοντας· κι' εφτύς των Αχαιώνε 72 γέρνει το μάβρο ριζικό.

Επειδή είχα κάμει πρώτον ένα γιο, δεύτερη μια θυγατέρα και τρίτο τον Άστυλο, εθαρρούσα πως ήτανε αρκετή η γεννιά· κι άμα γεννήθηκε ύστερ' απ' αυτά το παιδί τούτο, το πέταξα, βάζοντας μαζί του τα πράγματα αυτά, όχι για σημάδια παρά για νεκρικά. Μα άλλα της τύχης τα γραμμένα. Επειδή το μεγαλύτερο παιδί κ' η θυγατέρα επέθαναν από την ίδια αρρώστια την ίδια ημέρα.

Πώς διο μουλάρια βάζοντας τα δυνατά τους σέρνουν 742 ή καραβόξυλο ή χοντρό οχ τα βουνά δοκάρι σε μονοπάτι ανόμαλο, και λύνεται η καρδιά τους ενώ τραβούν και βιάζουνται λαχανιστά δρωμένα· 745 σαν έτσι οι διο τους βιαστικά το σώμα κουβαλούσαν.

Φεύγοντας ο φονιάς, ο πιστός Γκεσούλης ζύγωσε το νεκρό, στρώθηκε καταγής και βάζοντας το κεφάλι του ανάμεσα στα μπροστινά του τα πόδια, άρχισε το λυπητερό γουρλητό ως το πρωί, κλαίγοντας τον πολυαγαπημένο του τον αφέντη κι' ευεργέτη του.

Έτσι είπε, και την άκουσε η κρουσταλλόκορφη Ήρα, και πάει ευτύς και συγυρνάει τα χρυσοστέφανα άτια, η Ήρα η αρχιθέαινα, του Κρόνου η θυγατέρα. Και μες στου Δία η Αθηνά το γονικό παλάτι χάμου αμολάει στο πάτωμα τ' αφράτο φόρεμά της, 385 ξομπλιό σκουτί, που κέντησε μονάχη μ' επιστήμη, και τα τσαπράζα βάζοντας του Συγνεφοσυνάχτη φορούσε τ' άρματα να βγει στη δακροδότρα μάχη.

Αφτόνε ο Αίας σούγλισε στου ζουναριού τα μέρη· 615 και κάτου κάτου στην κοιλιά του μπήκε το κοντάρι, και χάμου βρόντησε. Έτρεξε ο ξακουστός τότε Αίας ν' αρπάξει την αρματωσά, μα τούρηξαν οι Τρώες τα μακροδρόμα ολόλαμπρα κοντάρια· κι' η ασπίδα άρπαξε απάνου της πολλά· κι' εκείνος στο κουφάρι το πόδι απάνου βάζοντας, το χαλκωμένο φράξο 620 το τίναξε όξω απ' το κορμί.

Έτσι είπε, και το Γιατρεφτή φωνάζει ναν τον γιάνει. Και βάζοντας του ο Γιατρεφτής μαλαχτικά βοτάνια, 900 τον γιάτρεψε· τι δα θνητός δεν είτανε πλασμένος. Πώς τ' άσπρο γάλα κι' άπηχτο γοργή η πυτιά το πήζει και γύρω με το χτύπημα μαζέβει χέρι χέρι, έτσι τον Άρη γιάτρεψαν αμέσως τα βοτάνια. Κι' η Ήβα νιόπλυτα σκουτιά τον λούζει και του βάνει· 905 κι' έτσι στο Δία κάθησε σιμά καμαρωμένος.

Σαν ήρθε η ώρα των αυλών και του πιοτού, ο γέρος είπε να πάρουν τα μικρά, τα πειό τρανά να φέρουν απ' τα ποτήρια του κρασιού, πειο γρήγορα να φθάσουν στου μεθυσιού την ηδονή• έφεραν τότε πλήθος από φιάλες αργυρές κι' από χρυσές• κ' εκείνος παίρνοντας την πειο όμορφη, τάχα πως χάρι κάνει στο νέο τον αφέντη του, γεμάτη του τη δίνει, βάζοντας μέσα στο κρασί και δυνατό φαρμάκι, που, καθώς λένε, του 'δωκε να ρίξη η κυρά του, που το παιδί ν' αφανισθή από το φως της μέρας.

Ναίσκε· καβάλλα στο ξυλάλογο· σα να λέμε στην κάσσα. Ξέχασες, βλέπω, το στερνό σου ταξείδι. — Ου!... έκαμε η γριά μ' ανατριχίλα, βάζοντας μπροστά το χέρι της για να διώξη το κακό. — Ω, διάτανε! το φοβάσαι βλέπω το θάνατο σα να ήσουνα χίλιω χρονώ. Μα στην πίστη μου σου λέω έχεις άδικο, γριά! Έχεις μεγάλο άδικο. Εκεί να ιδής σπίτι μια βολά.

Ήταν δυο ωραιότατοι νέοι από το Νούορο που για να προσελκύσουν την προσοχή των κοριτσιών άρχισαν να ρίχνουν χρήματα στον τυφλό, βάζοντας στόχο το στήθος του και γελώντας κάθε φορά που το πετύχαιναν. Έπειτα πλησίασαν και βάζοντας τώρα στόχο τον Έφις, το διασκέδαζαν.