United States or Afghanistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εν αυτή έχει γραφή ότι αναχωρώ εις Βενεβέντον. θα προσθέσης ότι ανεχώρησα σήμερον το πρωί, προσκληθείς δι' επειγούσης επιστολής του Πετρωνίου. Και επανέλαβεν επιμόνως: — Ανεχώρησα διά Βενεβέντον. Εννοείς;

Αλλά το μέρος το πολύ τ' ορμητικού πολέμου Το κυβερνούν τα χέρια μου· Οπόταν όμως έρθη Ο μοιρασμός, τότε λοιπόν εσύ το δώρον έχεις Το πλέον μεγαλήτερον· εγώ δε το ολίγον Δεχόμενος ευχάριστα έρχομαιτα καράβια, Αφούκε κατακουρασθώ, 'ς ταις μάχαις πολεμώντας. Τώρατη Φθί' αναχωρώ. Καλήτερα πολλ' είναι Με τα κορωνοκάραβα να πάγωτην πατρίδα.

Τέλος την ηρώτησε τι συνέβαινεν εις την ψυχήν της και εκείνη ωμολόγησεν ότι τον ηγάπα ήδη από την οικίαν των Αούλων ακόμη, και ότι εάν ο Βινίκιος από το Παλατίνον την έφερε πάλιν πλησίον αυτών, αυτή θα του εγνώριζε τον έρωτά της και θα προσεπάθει να καταπραΰνη την οργήν των. — Αναχωρώ με τον Καίσαρα εις το Άντιον, είπεν ο Βινίκιος, όπου θα έλθη και ο Παύλος ο Ταρσεύς.

Πρόσεξε λοιπόν εις τούτο· θα ομιλήσω εις τον Χίλωνα ενώπιόν σας· ενώπιόν σας θα γράψω την επιστολήν, δι' ης θα αναγγέλλω εις τους οικείους μου, ότι αναχωρώ . . . . . Σκέψου καλά και μη με παροργίζης περισότερον.

Αύριον αναχωρώ απ' εδώ και, επειδή ο τόπος της γεννήσεώς μου μόνον έξ μίλλια απέχει από το δρόμο μου, θέλω να τον ξαναδώ, θέλω να θυμηθώ τις παληές, ευτυχώς σα σε όνειρο περασμένες, ημέρες. Από την ίδια πόλη θέλω να μπω, από την οποίαν εβγήκε μαζί μου η μητέρα μου στ' αμάξι, ότε μετά τον θάνατό του πατέρα μου εγκατέλειψε τον αγαπητό μας τόπο, για να κατακλεισθή εις την ανυπόφορη πόλη της.

ΡΩΜΑΙΟΣ Αυτό μου έμελε; Λοιπόν, δεν σας ψηφώ, αστέρια! — Πήγαιν' εκεί που κατοικώ· χαρτί να γράψω θέλω· κ' ενοίκειασέ μου άλογα. Αναχωρώ απόψε. ΒΑΛΤΑΣΣΑΡ Υπομονή, αυθέντα μου. Το πρόσωπόν σου είναι αγριευμένον και χλωμόν. Φοβούμαι μη ξεσπάση καμμία νέα συμφορά. ΡΩΜΑΙΟΣ Μην έχης τέτοιον φόβον. Πήγαινε τώρα· άφες με, κι' ό,τι σου είπα κάμε. Του καλογήρου γράμματα δεν έχεις να μου δώσης;

Και λοιπόν, είπον, Μάσιγγα, ο πατήρ σου ταξειδεύει με το ίδιον ατμόπλοιον; Σαν να μου εφάνη, ότι τον είδα επάνω μ' ένα χονδρό σιγάρον εις το στόμα, μ' ένα σκουφάκι στο κεφάλι του. Και θα ήλθες βέβαια να τον αποχαιρετήσης. Oρίστε; — Όχι, είπεν η κόρη, ευτυχώς. Αναχωρώ κ' εγώ μαζί του, και μαζί με την μητέρα μου. Ήλθαν να με πάρουν. — Ω! αυτό είναι απροσδόκητος ευτυχία! είπον εγώ.

Ο Κοριολάνος τότε εγείρων την μητέρα του, και σφίγγων την δεξιάν της, — Ενίκησας, είπεν, ω μήτερ, νίκην ευτυχή διά την πατρίδα, αλλ' ολεθρίαν εις τον υιόν σου· αναχωρώ, επρόσθεσε, μακράν της Ρώμης, νικημένος υπό της μητρός μου. Και η πολιορκία διελύθη αμέσως.

Ταύτα λοιπόν, Κέβη, να είπης εις τον Ευηνόν και να είναι καλά, και αν έχη σώας τας φρένας του, να ακολουθήση εμέ. Αναχωρώ δε διά τον άλλον κόσμον, ως φαίνεται, σήμερον· διότι οι Αθηναίοι ούτω διατάσσουν. Και ο Σιμμίας είπε·